Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

"Πρόσεχε την ψυχή σου"! (Διδακτικό Παραμύθι).


Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος είχε ένα γιο πονηρό. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο, ο πατέρας καταδίκασε τον γιο του σε θάνατο. Του έδωσε ένα μήνα περιθώριο για να προετοιμαστεί.
Πέρασε ο μήνας, και ο πατέρας ζήτησε να παρουσιασθεί ο γιος του. Προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως ο νεαρός ήταν αισθητά αλλαγμένος: το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό, και ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε να είχε υποφέρει.
«-Πώς και σου συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;», ρώτησε ο πατέρας.
«-Πατέρα μου και κύριέ μου», απάντησε ο γιος, «πώς είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;».
«-Καλώς, παιδί μου», παρατήρησε ο βασιλιάς. «Επειδή προφανώς έχεις έρθει στα συγκαλά σου, θα σε συγχωρήσω. Όμως, θα χρειαστεί να τηρήσεις αυτή την διάθεση επιφυλακής της ψυχής σου, για την υπόλοιπη ζωή σου».
«-Πατέρα μου», απάντησε ο γιος, «αυτό είναι αδύνατο. Πώς θα μπορέσω να αντισταθώ στα αμέτρητα ξελογιάσματα και τους πειρασμούς;».
Ο βασιλιάς τότε διέταξε να του φέρουν ένα δοχείο γεμάτο λάδι, και είπε στον γιο του:
«-Πάρε αυτό το δοχείο, και μετάφερέ το στα χέρια σου, διασχίζοντας όλους τους δρόμους της πόλεως. Θα σε ακολουθούν δύο στρατιώτες με κοφτερά σπαθιά. Εάν χυθεί έστω και μία σταγόνα από το λάδι, θα σε αποκεφαλίσουν».
Ο γιος υπάκουσε. Με ανάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε όλους τους δρόμους της πόλεως, με τους στρατιώτες να τον συνοδεύουν συνεχώς, και δεν του χύθηκε ούτε μία σταγόνα. Όταν επέστρεψε στο κάστρο, ο πατέρας τον ρώτησε:
«-Γιέ μου, τι πρόσεξες καθώς τριγυρνούσες μέσα στους δρόμους της πόλεως;».
«-Δεν πρόσεξα τίποτε».
«-Τι εννοείς, ‘τίποτε’;», τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Σήμερα ήταν μεγάλη γιορτή. Σίγουρα θα είδες τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με πολλές πραμάτειες, τόσες άμαξες, τόσους ανθρώπους, ζώα».
«-Δεν είδα τίποτε απ’ όλα αυτά», είπε ο γιος. «Όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο λάδι μέσα στο δοχείο. Φοβήθηκα μην τυχόν μου χυθεί μια σταγόνα και έτσι χάσω τη ζωή μου».
«-Πολύ σωστή η παρατήρησή σου», είπε ο βασιλιάς. «Κράτα λοιπόν αυτό το μάθημα κατά νου, για την υπόλοιπη ζωή σου. Να τηρείς την ίδια επιφυλακή για την ψυχή μέσα σου, όπως έκανες σήμερα για το λάδι μέσα στο δοχείο. Να στρέφεις τους λογισμούς σου μακριά από εκείνα που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνεις σε εκείνα που είναι αιώνια. Θα είσαι ακολουθούμενος, όχι από οπλισμένους στρατιώτες, αλλά από τον θάνατο, στον οποίον η κάθε μέρα μας
φέρνει πιο κοντά. Να προσέχεις πάρα πολύ να φυλάς την ψυχή σου από όλους τους καταστροφικούς πειρασμούς»
.
Ο γιος υπάκουσε τον πατέρα, και έζησε έκτοτε ευτυχής.
«Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε»
(Α΄ Προς Κορινθίους 16, 13).

http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2010/02/blog-post_4905.html

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους...



Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη... 
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. 
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: 

- "Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;".
-"Όχι, δεν μπορώ", απάντησε ο Πλούτος. "Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα". 
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. 
-"Σε παρακαλώ, βοήθησέ με", είπε η Αγάπη. 
 -"Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου", της απάντησε η Αλαζονεία. 
H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
-"Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου". 

-"Ω! Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη, που θέλω να μείνω μόνη μου", είπε η Λύπη. 
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. 
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-"Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!". 

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο, που τη βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση:
-"Γνώση, ποιος με βοήθησε;".
-"Ο Χρόνος", της απάντησε η Γνώση. 

-"Ο Χρόνος;", ρώτησε η Αγάπη. "Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;".
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
-"Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη".
 

(Μάνος Χατζιδάκις - "Το Νησί").