Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Ο άγιος Ξενοφών μετὰ της συμβίου του Μαρίας και των τέκνων τους Αρκαδίου και Ιωάννου (+ 26 Ιανουαρίου)





Ο Άγιος Ξενοφών ήταν πλούσιος ευγενής, αλλά και πολύ ευσεβής προς τον Θεό, που έζησε στα χρόνια του Αυτοκράτορα Ιουστιανιανού, στην Κωνσταντινούπολη. Είχε παντρευτεί την Μαρία, ενάρετη κι εκείνη όπως κι αυτός κι είχαν αποκτήσει δύο γιους, τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη, τους οποίους έστειλαν για σπουδές στην ονομαστή σχολή της Βηρυττού. Εκείνη την εποχή αρρώστησε βαρειά ο Ξενοφών και κάλεσε τους γιους του στη Βασιλεύουσα για να τους δώσει τις τελευταίες του οδηγίες. Παραδόξως όμως κι ενώ όλοι περίμεναν ότι θα εκδημήσει προς Κύριον, ο Ξενοφών έγινε καλά κι έτσι τα παιδιά του χαρούμενα δόξασαν τον Θεό κι αφού ανάρρωσε ο πατέρας τους έφυγαν πάλι για τη Βηρυτό για να τελειώσουν τις σπουδές τους. 
Καθ' οδόν, όμως, το πλοίο έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή και συνετρίβη από τα κύματα, ενώ οι δυο αδελφοί, χωριστά ο καθένας, σώθηκαν με τη χάρη του Θεού. 
Αφού βγήκε σε κάποια στεριά, κοντά στην Τύρο, ο Ιωάννης δόξασε τον Θεό για τη διάσωσή του και συνειδητοποιώντας την ματαιότητα του κόσμου, αποφάσισε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μοναστήρι. Έφυγε λοιπόν, προσευχόμενος στον Θεό να έχει λυτρώσει και τον αδελφό του Αρκάδιο και να δώσει και σε εκείνον τον αγαθό λογισμό να γίνει μοναχός. Αφού περπάτησε στα βάθη της ερήμου βρήκε κάποιο μοναστήρι και χτύπησε την πόρτα. Ο θυρωρός του άνοιξε και βλέποντας τον γυμνό του πρόσφερε ράσα για να ντυθεί. Κατόπιν, αφού του έβαλε να φάει και τον περιποιήθηκε, τον ρώτησε από που ερχόταν. Ο Ιωάννης του διηγήθηκε την περιπέτεια του και ο μοναχός ήρθε σε κατάνυξη, δόξασε τον Θεό μας και είπε στον Ιωάννη: "Και τώρα παιδί μου που θα πας; Εκείνος του απεκάλυψε το θέλημα της καρδιάς του να γίνει μοναχός. Έτσι ο Ιωάννης έμεινε στο μοναστήρι, νηστεύοντας, αγρυπνώντας και προσευχόμενος. Σύντομα ο Ηγούμενος της Μονής τον σφράγισε με τον Τίμιο Σταυρό και τον έντυσε με το Άγιο Σχήμα.
Ο Αρκάδιος έφτασε κι εκείνος σε κάποια άλλη ακτή και δόξασε τον Θεό για την διάσωσή του, αλλά και θρηνούσε για τον χαμό του αδελφού του, πιστεύοντας ότι εκείνος πνίγηκε. Έφθασε σε μία πόλη και κάποιοι του έδωσαν τροφή και ρούχα. Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί στα σκαλιά μιας εκκλησίας και το βράδυ βλέπει σε όραμα τον Ιωάννη να τον διαβεβαιώνει ότι έχει σωθεί και τον συμβούλευε να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, τον οποίο ο πατέρας τους τους είχε μάθει να τιμούν και ν' αγαπούν. Αποφάσισε να γίνει λοιπόν κι εκείνος μοναχός και λέγοντας την ευχή βάδιζε προς τα Ιεροσύλημα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Εκεί συνάντησε κάποιον Άγιο Γέροντα, προορατικό, ο οποίος διαβλέποντας την θλίψη του του είπε να μη λυπείται, διότι ο αδελφός του ζει, είναι μοναχός και θα δει όλη την οικογένειά του πριν πεθάνει.Ο Αρκάδιος θαυμάζοντας για το προορατικό χάρισμα του ανδρός τον παρακαλούσε με δάκρυα να τον κείρει μοναχό. Ακολούθησε λοιπόν τον Γέροντα στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα, όπου εκεί του παραχώρησε το κελί του, στο οποίο ο ίδιος ζούσε και ασκήτευε πενήντα χρόνια και παρέμεινε μαζί του ένα χρόνο, διδάσκοντας στον Αρκάδιο τον κανόνα της μοναχικής πολιτείας. Μετά την πάροδο αυτού του έτους ο Γέροντας ανεχώρησε για την έρημο, αφού αποχαιρέτισε τον Αρκάδιο και του υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια για να δει πως διέρχεται το μοναχικό βίο. Έμεινε λοιπόν ο Αρκάδιος σ' εκείνο το κελί τηρώντας το μοναχικό του κανόνα με προθυμία, όπως διδάχθηκε από τον άγιο εκείνο Γέροντα.
Αφού πέρασαν δύο χρόνια, και μη γνωρίζοντας ο Άγιος Ξενοφών το ναυάγιο των παιδιών του, κι επειδή δεν είχε λάβει κανένα νέο τους, έστειλε άνθρωπο στη Βηρυτό για να μάθει πως είναι και που ευρίσκονται. Εκείνος πληροφορήθηκε ότι από τότε που τα κάλεσε ο πατέρας τους όταν αρρώστησε, τα παιδιά δεν επέστρεψαν στη Βηρυτό. Τότε ο απεσταλμένος πήγε στην Αθήνα μην τυχόν κι ευρίσκονταν εκεί. Όταν έφθασε έμεινε σ' ένα πανδοχείο κι εκεί συνάντησε ένα σύνδουλό του με μοναχικό ένδυμα ο οποίος τον αναγνώρισε και τον ρώτησε: "πού βρίσκονται τα παιδιά του κυρίου μας;". Δάκρυσε τότε ο μοναχός λέγοντας του, νομίζω ότι πνίγηκαν στο ναυάγιο που ήμουν κι εγώ, αλλά εγώ σώθηκα. Μη θέλοντας να επιστρέψω, έγινα μοναχός και πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσω τον Τάφο του Κυρίου μας. 
Έτσι ο απεσταλμένος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη λυπημένος και δεν ήξερε πως ν' αναγγείλει στους γονείς τον αιφνίδιο θάνατο των παιδιών τους. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Ξενοφώντα και στη Μαρία και τους ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός εκείνοι σαν τον Ιώβ αναστενάζοντας ευχαρίστησαν τον Θεό λέγοντας: "Ό Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας". Φορώντας και οι δύο τρίχινο χιτώνα πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι και τα χαράματα, όταν αποκαμωμένοι για λίγο τους πήρε ο ύπνος, βλέπουν σε όραμα και οι δύο ότι τα παιδιά τους στέκονταν μπροστά στον Χριστό έχοντας στα κεφάλια τους στέφανα λαμπρά και πολύτιμα. Αποφάσισαν τότε να ξεκινήσουν και οι δύο για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Στην έρημο του Ιορδάνου συνάντησαν τον Γέροντα του Αρκαδίου, και έσκυψαν να πάρουν την ευλογία του. Εκείνος τους προγνώρισε και τους απεκάλεσε με τα ονόματα τους, και τους απεκάλυψε ότι τα παιδιά τους ζουν και σύντομα θα τα ξαναδούν, αφού επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα από  την  επίσκεψή τους στις Μονές του Ιορδάνη. Ο Άγιος Γέροντας κατευθύνθηκε στα Ιεροσόλυμα κι αφού προσκύνησε  στο  Γολγοθά κάθισε  εκεί κοντά  να  αναπαυθεί.  Αλλά  στο Γολγοθά έφτασε και ο Αρκάδιος και ταυτόχρονα και ο Ιωάννης για να προσκυνήσουν χωρίς να αναγνωρίσουν από την άσκηση ο ένας τον άλλον. Ο Γέροντας τότε απευθυνόμενος στον Ιωάννη του ζήτησε να μάθει την καταγωγή του. Ο Ιωάννης διηγήθηκε τα πάντα και τότε ο Αρκάδιος τον ανεγνώρισε και κλαίγοντας του απεκάλυψε ότι είναι ο χαμένος του αδελφός. Ο Γέροντας είπε τότε και στους δύο ότι ο ίδιος το γνώριζε και γι' αυτό ζήτησε από τον Ιωάννη να τους πει την ιστορία του. Μετά από λίγες μέρες έφτασαν στο Γολγοθά και οι γονείς τους, όπως είχε προείπε ο Γέροντας και αφού προσκύνησαν και άφησαν πολλές ελεημοσύνες στα προσκυνήματα, είδαν εκεί και τον άγιο Γέροντα με τους δύο υποτακτικούς του, χωρίς όμως ν' αναγνωρίσουν ότι ήταν τα παιδιά τους. Ο Γέροντας τους συμβούλευσε να ετοιμάσουν τράπεζα για την υποδοχή τους και οι άγιοι γονείς έτρεξαν περιχαρείς μην πιστεύοντας ότι σε λίγο, κατά την υπόσχεση του Γέροντα θα δουν και πάλι τα παιδιά τους. Ξεκίνησαν λοιπόν ο γέροντας με τα δύο αδέλφια για τον τόπο που είχαν καταλύσει οι δύο γονείς και παρεκάθισαν σε πλούσια τράπεζα που είχαν με όλη τους την αγάπη ετοιμάσει. Ο Άγιος Ξενοφών, αδημονώντας να μάθει τα νέα των παιδιών του, ρώτησε τον Γέροντα πως είναι κι εκείνος του απάντησε ότι αγωνίζονται για να σωθούν. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Άγιος Ξενοφών παρατήρησε την ευταξία και την ευλάβεια των δύο μοναχών που συνόδευαν τον Γέροντα και τους επαίνεσε, ευχόμενος και τα παιδιά του να είναι σαν και αυτούς τους υποτακτικούς. "Αμήν", απάντησε ο Γέροντας και κατόπιν έδωσε το λόγο στον Αρκάδιο για να πει την ιστορία του, από που κατήγετο και από ποιους γονείς. Ακούγοντας την ιστορία του ο Ξενοφών και η Μαρία ανεγνώρισαν το παιδί τους και γεμάτοι χαρά και ευγνωμοσύνη το αγκάλιασαν κλαίγοντας και δοξολογώντας τον Θεό. Εκείνος τους απεκάλυψε ότι ο άλλος μοναχός είναι ο γιος τους Ιωάννη κι έτσι ευτυχισμένη και ενωμένη πλέον η οικογένεια ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον Θεό. Κατόπιν ο Ξενοφών ζήτησε από τον άγιο Γέροντα να τον κείρει κι εκείνον μοναχό και η Μαρία ομοίως ζήτησε να γίνει μοναχή.
Τα δύο αδέλφια ακολούθησαν το Γέροντα τους στην έρημο και αξιώθηκαν να φθάσουν σε ύψη αρετών, ασκούμενοι μέχρι τέλους και αξιώθηκαν από τον Θεό να θεραπεύουν κάθε ασθένεια κι έλαβαν το προορατικό χάρισμα.
Ο δε πατέρας τους, Άγιος Ξενοφών πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και τα μοίρασε στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του και οδήγησε τη γυναίκα του Μαρία σε γυναικείο Μοναστήρι, όπου αγωνίστηκε να ευαρεστήσει τον Θεό, έφθασε σε μέτρα αγίων κι έκανε πολλά θαύματα θεραπεύοντας τυφλούς και δαιμονισμένους κι έτσι ανεπαύθη εν Κυρίω. Ο δε Άγιος Ξενοφών, φορώντας τρίχινο μανδύα ανεχώρησε για την έρημο, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σαν ασκητής, αξιωθείς μυστηρίων μεγάλων και προορατικού χαρίσματος και κατόπιν παρέδωσε την οσία ψυχή του στον Κύριο στις αρχές του 6ου αιώνος.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς γενεὰ εὐλογητὴ τῷ Κυρίῳ, τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστὸν ἐπὶ τῆς γῆς, Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ τούτου συμβία, σὺν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τὸν πλοῦτον ἱλαρῶς, σὺν τῇ συζύγῳ καὶ τέκνοις σου· διὸ κληροῦσθε τὴν θείαν ἀπόλαυσιν.


Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.

Τὴν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σὺν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, μετὰ τῶν τέκνων, Χριστὸν μεγαλύνοντες.


Μεγαλυνάριον.

Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου