Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

"ΠΩΣ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΕΓΙΝΑΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ;" (π. Ἱερωνύμου Mayiυyan)



ΠΩΣ  ΟΙ  ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ  ΑΡΜΕΝΙΟΙ
ΕΓΙΝΑΝ  ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ;
π. Ἱερώνυμος Mayiυyan
Ἐφημέριος Ι. Ν. Ἄγ. Γεωργίου (Χατζηκώστα)
(Παρεκκλήσιο Ι. Ν. Ἄγ. Ἀσωμάτων Θησείου)
Πρὶν ἀρχίσω τὴν παρουσία τοῦ θέματος θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω ἐκ  βαθέων τὸν σεβαστὸ καὶ ἀγαπητὸ π. Βασίλειο Βολουδάκη τὸν ὁποῖο ἔχω τὴν χαρὰ καὶ εὐλογία νὰ γνωρίσω τελευταία, ἰδίως στὸ πλαίσιο τοῦ σεμιναρίου τῆς Ἐξομολογητικῆς, ποὺ ὀργανώνει τὸ Ἵδρυμα Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως τῆς Ι. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
 Ὁ π. Βασίλειος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς γνωριμίας μας μοῦ ἔδειξε τὴν ἀγάπη του καὶ μόλις πληροφορήθηκε γιὰ τὸ παρελθόν μου, ἰδίως γιὰ τὴν ἐπιστροφή μου ἀπὸ τὴ πλάνη καὶ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθοδοξία, ἀμέσως μου ἔκανε τὴν πρόταση νὰ γράψω κάποιο κείμενο, παρουσιάζοντας μία συνοπτικὴ ἱστορία τῆς πατρίδας μου τῆς Ἀρμενίας καὶ νὰ ἀναφερθῶ ἰδίως στὴν πίστη τῶν Ἀρμενίων.


Εἶναι ἡ πρώτη φορά, πού μου δίνεται αὐτὴ ἡ εὐκαιρία νὰ συμμετάσχω μὲ αὐτὸ τὸ εἰδικὸ θέμα στὸ ἐπίκαιρο καὶ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ περιοδικοῦ «Ἐνοριακὴ Εὐλογία», τοῦ Ι. Ν. Ἄγ. Νικολάου Πευκακίων.

Στὸ μικρό μου αὐτὸ ἄρθρο δὲν παρουσιάζω μία συστηματικὴ ἱστορία τῆς Ἀρμενίας. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός μου. Θὰ ἀναφερθῶ, ὅμως, σὲ τρεῖς κυρίως χρονολογίες (301, 406 καὶ 451 μ.Χ.) καὶ στὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ αὐτὲς καὶ εἶναι βαρυσήμαντες γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἀρμενίας καὶ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ ἄμεσα.

Γιὰ νὰ ἔχει ὁ ἀγαπητός μας ἀναγνώστης τοῦ Περιοδικοῦ «Ἐνοριακὴ Εὐλογία» μία γενικὴ εἰκόνα τοῦ τόπου καὶ τῆς ἔκτασης τῆς ἱστορικῆς καὶ σημερινῆς Ἀρμενίας, θὰ ποῦμε τὰ λίγα ποὺ ἀκολουθοῦν.

Στὸ Μηναῖο τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου διαβάζουμε: «Τὴ Λ΄  τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γρηγορίου τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας...». Σήμερα δὲν ὑπάρχει ἡ Μεγάλη Ἀρμενία, ἡ ὁποία εἶχε γεωγραφικὴ ἔκταση ἄνω τῶν 300.000 m². Ἡ τωρινὴ Δημοκρατία τῆς Ἀρμενίας κυριαρχεῖ μόνο στὰ 29.800 m² γεωγραφικὰ ἐδάφη, τὰ ὁποῖα εἶναι λιγότερα ἀπὸ τὸ 1/10 τῆς ἱστορικῆς Ἀρμενίας χωρὶς τὸ Ναγκόρνο (=Ὀρεινὸ) Καραμπάχ, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία ἄλλη εὐκαιρία.

Ἡ Μεγάλη Ἀρμενία, πρὶν νὰ κατακτηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, περιελάμβανε ἕνα σημαντικὸ μέρος τῶν ἐκτάσεων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἢ σημερινῆς ἀνατολικῆς Τουρκίας μὲ κοινὰ σύνορα μὲ τὴν Καππαδοκία1, τὸν Πόντο, τὴν Ἀσσυρία, τὴν Γεωργία, τὴν Ἀλβανία τοῦ Καυκάσου, τὴν Περσία, τὴν Μικρὴ Ἀρμενία καὶ ἄλλες κατὰ καιροὺς χῶρες καὶ ἐκτείνετο μέχρι τὴν Κασπία θάλασσα. Ἐνῶ ἡ σημερινὴ Ἀρμενία περιορίζεται στὸ Νότιο Καύκασο, σ’ ἕνα πολὺ μικρὸ κομμάτι τῆς ἱστορικῆς της ἔκτασης καὶ συνορεύει ἀνατολικὰ μὲ τὴν Τουρκία, δυτικὰ μὲ τὸ Ἀζερμπαϊτζᾶν, βόρεια μὲ τὴν Γεωργία καὶ νότια μὲ τὸ Ἰρᾶν.

Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, πρόκειται γιὰ τὴν δεύτερη κοιτίδα τῆς ἀνθρωπότητας, κατὰ τὴν Βιβλικὴ διήγηση, ἀφοῦ μετὰ τὸν κατακλυσμό, ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, «...ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμη, ἑβδόμη καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὅρη τὰ Ἀραρὰτ» (Γέν. 8, 4), ἀπ’ ὅπου καὶ ἀρχίζει μία νέα ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Μέχρι σήμερα ὑπάρχουν γεωγραφικοὶ τόποι, τῶν ὁποίων οἱ ὀνομασίες ἄμεσα ἢ ἔμμεσα σχετίζονται μὲ τὸν ἴδιο τὸν Νῶε. Ὅπως π.χ. ἡ πρώτη κατοικία τῆς εὐλογημένης οἰκογένειας ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν Νῶε Nakhijevan, δηλαδὴ «πρώτη κατοικία», ἢ τὸ ὄνομα τῆς σημερινῆς πρωτεύουσας τῆς Ἀρμενίας Yeravan σημαίνει «τόπος ἐμφανίσεως».

Ἔτσι, μετὰ τὸν κατακλυσμό, ξαναρχίζει ἡ ἱστορία τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιοὺς τοῦ Νῶε, οἱ ὁποῖοι διασκορπίστηκαν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη κυρίως μετὰ τὸν πύργο τῆς Βαβὲλ καὶ τὴν σύγχυση τῶν γλωσσῶν.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀρμενικοὺς θρύλους ἀναγνωρίζει ὡς προπάτορα τῶν Ἀρμενίων τὸν Χάϊκ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Torgom (=Θοργάμα), γιοῦ τοῦ Γάμερ, γιοῦ τοῦ Ἰάφεθ. Ὁ Ἰάφεθ ἦταν τρίτος γιὸς τοῦ Νῶε (βλ. Γέν.10, 1-3).

Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Ἀρμενία συνδέεται ἀρχικὰ μὲ τὰ ὀνόματα δύο Ἀποστόλων Τοῦ «ἐκ τῶν Δώδεκα», τοῦ Θαδδαίου καὶ τοῦ Βαρθολομαίου. Ὁ Θαδδαῖος, ἀδελφός του Ἰακώβου (Μάτθ. 10.1-3, Μάρ. 3.13-19) μαρτυρεῖται ὅτι κήρυξε στὴν Ἀρμενία ἀπὸ τὸ 43-66 μ.Χ καὶ μαρτύρησε στὴν κωμόπολη Shavarshavan τῆς ἐπαρχίας Artaz (σήμερα στὸ βόρειο Ἰρᾶν). Ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος κήρυξε στὴν Ἀρμενία ἀπὸ 60-68 μ.Χ. καὶ μαρτύρησε στὴν πόλη Ourbanos (σήμερα στὴν Ἀνατολικὴ Τουρκία). Οἱ Ἀπόστολοι φυσικὰ ἵδρυσαν τὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες.

Ἀλλάζει ἐντελῶς τὸ σκηνικὸ στὴν Ἀρμενία στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ΄  α. μὲ πρωταγωνιστῆ καὶ Ἰσαπόστολο τὸν Γρηγόριο Πέρση (=γ. Γρηγόριος ὁ Φωτιστῆς). Ὁ Ἀρμένιος βασιλιὰς Tiridat ὁ Γ΄ (=Τιριδάτης (287- 330 περίπου)) τὸ 287 εἶχε τιμωρήσει αὐστηρὰ τὸν Γρηγόριο2, πρῶτα, ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ θυσιάσει στὴν θεὰ Anahit ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης μετὰ τὴν νίκη τοῦ κατὰ τῶν Περσῶν, καὶ κατόπιν, ὅταν ἔμαθε ὁ Τιριδάτης τὴν καταγωγή του, ὅτι ἦταν δηλαδὴ ὁ γιὸς τοῦ Anak τοῦ Πέρση, φονιὰ τοῦ πατέρα τοῦ βασιλιᾶ Xosrov A΄  (211-259). Γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, ὁ Τιριδάτης ἔριξε στὸ πηγάδι τοῦ Xor Virap3, ποὺ ἦταν προωρισμένο γιὰ τοὺς καταδικασμένους σὲ θάνατο.

Στὸ πηγάδι αὐτὸ παρέμεινε ὁ Γρηγόριος 13 (κατὰ μερικοὺς 15) ὁλόκληρα χρόνια! Φυσικὰ μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ μὲ θεϊκὴ παρηγοριὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραμείνει ζωντανὸς σ’ ἕνα τέτοιο τόπο. Μία χήρα κρυφά του ἔριχνε ἕνα κομμάτι ψωμὶ καθημερινὰ καὶ ἡ παρουσία ἑνὸς Ἀγγέλου ἐνεθάρρυνε τὸν ἐκλεκτὸ μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἑτοίμαζε γιὰ τὴν μεγάλη ἀποστολή του νὰ γίνει φωτιστῆς ἑνὸς λαοῦ.

Στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ ὁ Τιριδάτης ἦταν φιλικὰ διατεθειμένος πρὸς τοὺς χριστιανοὺς ὑπηκόους του, ἀλλὰ μετὰ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸ στράφηκε ἐναντίον τοὺς μὲ διωγμοὺς καὶ μαρτύρια. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ στάση τοῦ ἀπέναντι στοὺς διωκομένους ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ὅπως στὴν ὁμάδα παρθένων μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν Γαϊανή, ποὺ ἦταν ἡ καθηγουμένη καὶ τὴν Ριψιμία (μνήμη στὶς 30 Σεπ. μὲ τὸν γ. Γρηγόριο τὸν Φωτιστῆ). Μετὰ τὸν μαρτύριο τῶν 32 παρθένων στὴν πόλη Vagarshapat, ὁ Τιριδάτης καὶ οἱ αὐλικοὶ συνεργάτες τοῦ ἀρρωσταίνουν καὶ σὲ λίγες μέρες οὐσιαστικὰ δαιμονίζονται. Ἡ ἀδελφή του Τιριδάτη, ἡ Xosrovidoukht (=θυγατέρα τοῦ Xosrov), ἡ ὁποία δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὴν στάση τοῦ ἀδελφοῦ της ἔναντι τῶν χριστιανῶν, σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ἀκριβῶς βλέπει ἕνα ὅραμα ἐπαναλαμβανόμενο 5 φορές, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς δαιμονιζόμενους μποροῦσε νὰ θεραπεύσει μόνον ὁ Γρηγόριος. Ἔτσι ἐξέρχεται ὁ Γρηγόριος ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ θεραπεύει ὅλους τους δαιμονιζόμενους!

Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὁ ἤδη θεραπευμένος βασιλιὰς σταματάει τοὺς διωγμούς, ἕνα μεγάλο κομμάτι τοῦ λαοῦ τοῦ εὐαγγελίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Γρηγόριο καὶ βαπτίζεται. Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸ, ὁ Τιριδάτης ἀνακηρύσσει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς βασιλείας του4 τὸ 301μ.Χ5 καὶ μὲ τὴν ἄμεση συμπαράστασή του, ὁ γ. Γρηγόριος ἀναδιοργανώνει τὴν ἐπίσημη πλέον Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας, τῆς ὁποίας καὶ καθίσταται πρῶτος ἐπίσκοπος (=καθολικός). Ἐπειδὴ ὁ Γρηγόριος δὲν ἦταν ἱερεύς, μὲ τιμὲς καὶ βασιλικὴ πομπὴ ὁδηγεῖται στὴν Καισάρεια, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας γ. Λεόντιο καὶ πλέον ὡς ἐπίσκοπος ἐγκαθίσταται στὸ Vagarshapat (σήμερα Echmiadzin) ὡς συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Θαδδαίου καὶ Βαρθολομαίου.

Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσω ὅτι ἡ λατρεία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας μέχρι στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε΄  α. γινόταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὰ Ἑλληνικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ Συριακά, κυρίως στὶς ἀνατολικές της περιοχές. Ἡ ἀνάγκη τῆς κατανόησης τῆς λατρείας καί, κυρίως, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαὸ ὁδήγησαν τὸν βασιλιὰ Vramshapuh καὶ τὸν Καθολικὸ γ. Sahak (=Ἰσαὰκ) νὰ σκεφθοῦν λύσεις τοῦ προβλήματος. Ἔπρεπε νὰ μεταφρασθοῦν τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν γλώσσα τοῦ λαοῦ.

Ἡ Ἀρμενικὴ γλώσσα ὡς προφορικὴ παράδοση ὑπῆρξε ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀλλὰ δὲν εἶχε γραπτὴ μορφή. Τὸ ποθητὸ καὶ δύσκολο ἔργο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀρμενικοῦ ἀλφαβήτου ἐτέθη στοὺς ὤμους τοῦ Mesrop Mashtoc, ἑνὸς λογίου ἀσκητοῦ κληρικοῦ, μὲ ἄριστη ἑλληνικὴ παιδεία. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιοδεῖες στὰ γνωστὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς (Ἀμίντ, Ἔδεσσα τῆς Συρίας, Σαμόσατα) ὁ Mesrop Mashtoc μὲ κάποιους μαθητές του, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη, τὸ ἔτος 406 δημιούργησε τὸ ἀρμενικὸ ἀλφάβητο μὲ 36 γράμματα6. Ἡ πρώτη φράση, ποὺ μεταφράστηκε στὰ ἀρμενικά, ἦταν τὸ «Γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν, νοῆσαι τὲ λόγους φρονήσεως» (Παροιμ. 1, 2). Ἀμέσως μεταφράζεται ἡ Ἁγία Γραφή, πρῶτα ἀπὸ τὰ συριακὰ καὶ μετὰ ὁλοκληρώνεται ἀπὸ τὰ ἑλληνικά. Κατόπιν μεταφράζονται τὰ λατρευτικὰ βιβλία, ἔργα τῶν Ἑλλήνων Πατέρων (Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Μέγας Ἀθανάσιος, Καππαδόκες κ.ο.κ ) καὶ τῶν φιλοσόφων (Πλάτωνος, Ἀριστοτέλη κ.λ.π). Ο Ε΄  αἵ. γιὰ τὸν ἀρμενικὸ πολιτισμὸ θεωρεῖται ὁ «χρυσοὺς αἰών».

Φθάνουμε στὸ 451 μ.Χ. Γιὰ τὴν Ἀρμενία καὶ τὸ λαὸ της μία πολὺ σημαντικὴ χρονολογία. Οἱ Ἀρμένιοι καλοῦνται νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τῶν ἀλλοθρήσκων. Οἱ Πέρσες μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν βασιλιὰ τοὺς Ἰσδιγέρδη Β΄ (438-457) θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν τὸν Ζωροαστρισμὸ (=πυρολατρεία) στὴν Ἀρμενία7. Οἱ Ἀρμένιοι ἤδη εἶχαν ἀρνηθεῖ μία τέτοια πρόταση τοῦ Πέρση βασιλιᾶ Σαπὼρ τοῦ Β΄  (310-378) νωρίτερα καὶ εἶχαν ὑπερασπισθεῖ μὲ μάχη τὴν πίστη τοὺς τὸ 339 μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν στρατάρχη Vache Mamikonyan. Ἡ δεύτερη μάχη ὑπὲρ τῆς πίστεως παίρνει πιὸ μεγάλες διαστάσεις τὸ Μάϊο τοῦ 451. Αὐτὴ τὴ φορὰ στὸ Avarayr, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ στρατάρχη Bardan Mamikonyan, οἱ Ἀρμένιοι ἀπέδειξαν στὸν ἀλλόθρησκο κατακτητή, ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ζωή τους καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς τὴν ἀφαιρέσει, ὅσο δυνατὸς καὶ ἂν εἶναι. Ἡ μνήμη τῶν ἠρωϊκῶς πεσόντων μαρτύρων (1036) ὑπὲρ τῆς Πίστεως καθιερώθηκε ἀργότερα ὡς ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας.

Τὸ δεύτερο σημαντικὸ γεγονὸς τὸ 451 συνδέεται μὲ τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Νὰ ποῦμε ἐπιγραμματικὰ ὅτι ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Μονοφυσιτισμό, τὴν αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση δὲν ἔχει πλέον δύο φύσεις, ἀλλὰ μόνο μία, τὴν Θεία, μέσα στὴν ὁποία διαλύθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεότητά Του, σὰν σταγόνα στὸν ὠκεανό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Εὐτυχοῦς ἦταν ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ συνοδικῶς.

Στὸν Μονοφυσιτισμὸ κατάντησε ὁ Εὐτυχὴς ἀπὸ μία ἀκραία ἑρμηνεία τῆς Χριστολογίας τοῦ γ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου ἦταν συνεργάτης στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (431) μὲ πρωταγωνιστῆ καὶ πρόεδρο τῆς Συνόδου τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Νεστόριος πίστευε, ὅτι ὑπάρχουν δύο διαφορετικὰ πρόσωπα στὸ Χριστό, ἐφ’ ὅσον ἔκανε διαχωρισμὸ τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου (τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης) καὶ δεχόταν, ὅτι οἱ φύσεις ἔχουν ἐνωθεῖ «ἠθικῶς» μόνο. Κατὰ τὸν Νεστόριο ὑπάρχουν δύο Χριστοί, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὅτι ἡ Μαρία γέννησε μόνο τὸν ἄνθρωπο Χριστὸ καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι τὸν Θεὸ Λόγο. Ἄρα, ἔλεγε ὁ Νεστόριος, δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν Μαρία Θεοτόκο, ἀλλὰ «ἀνθρωποτόκο» ἢ «Χριστοτόκο». Η Δ' Οἰκοιμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸ Χριστολογικὸ της Ὄρο οὐσιαστικὰ ἀντιμετώπισε ὄχι μόνο τὸν Μονοφυσιτισμό, ἀλλὰ ἀπέκλεισε καὶ τὸν Νεστοριανισμό. Ἔτσι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας, ἔχει δύο φύσεις, οἱ ὁποῖες «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως» ἀχωρίστως καὶ «ἀδιαιρέτως» ἔχουν ἐνωθεῖ στὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου (καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσις).

Συνήθως ὑποστηρίζεται ἀπὸ μία σημαντικὴ μερίδα τῶν Ἀρμενίων μελετητῶν, κυρίως ἱστορικῶν, ὅτι στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας δὲν μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν οἱ Ἀρμένιοι λόγω τῆς μεταπολεμικῆς κατάστασης, ποὺ εἶχε ἐπέλθει στὴν χώρα μετὰ ἀπὸ τὸν σφοδρὸ ἀγώνα τους κατὰ τῆς περσικῆς εἰσβολῆς. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα8. Δὲν ἀποτελεῖ ἄλλωστε αὐτὸ δικαιολογία γιὰ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τῆς Συνόδου. Εἶναι γεγονός, ὅτι οἱ Ἀρμένιοι δὲν συμμετεῖχαν οὐσιαστικὰ οὔτε στὶς δύο προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) καὶ τῆς Ἐφέσου (431), ἀλλὰ ἀποδέχθηκαν τὶς Ἀποφάσεις των, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, δὲν βρῆκαν τίποτε, ποὺ νὰ ἀντίκειται στὴν πίστη τους.

Οἱ Ἀρμένιοι παραμένουν στὴν ὀρθὴ πίστη τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέχρι νὰ ἀρνηθοῦν ὁριστικά, στὴν δεύτερη σύνοδο τοῦ Ντβίν9 (553-555), τὸ Χριστολογικὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας καὶ ἔτσι νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ σταματάει ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας10.

Βασικά, παρερμηνεύουν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴ φράση του «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ὑπάρχει μία ἑνωμένη φύση στὸ Χριστὸ καὶ ἔτσι καταλήγουν σὲ μία «σύνθετη φύση». Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ὁ ὅρος «σύνθετος φύσις» σημαίνει ὅτι χάνουν τὰ ἰδιώματα οἱ δύο φύσεις ποὺ ἑνώνονται. Ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ Ἀρμένιοι θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι, λέγοντας «μία φύση», ἡ Ἀρμενικὴ ‘‘ἐκκλησία’’ ἐννοεῖ τὴν «ἄρρηκτη ἕνωση τῶν δύο φύσεων».

Γιατί ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’ δὲν δέχθηκε τὴν Δ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἐπειδή:

α. Κατ’ ἐπίδρασιν τῶν ἤδη μονοφυσιτῶν Σύρων πίστευαν, ὅτι μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας ἀναβίωσε ὁ Νεστοριανισμός.

β. ερμήνευσαν –καὶ ἀκόμα δυστυχῶς συνεχίζουν νὰ ἐρμηνεύουν– λανθασμένα τὴν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ ἰδίως τὴν γνωστή του φράση «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»11.

γ. αγνόησαν τὸν «Ὄρο τῶν Διαλλαγῶν» (433) μεταξύ του ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰωάννη Ἀντιοχείας. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔχει τεράστια σημασία γιὰ ὅλη τὴν μετέπειτα ἀντιχαλκηδόνια-μονοφυσιτικὴ πορεία τῆς Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’.

Λεπτομερῆ ἀνάλυση δὲν θὰ κάνω ἐδῶ. Ἂν χρειασθεῖ θὰ δοῦμε στὸ μέλλον. Νὰ τονίσω ὅμως, ὅτι οἱ μονοφυσίτες Ἀρμένιοι ἔχουν μία ἰδιάζουσα μορφὴ Χριστολογίας, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν τὴν διδασκαλία τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καὶ τὸν καταδίκασαν ὡς αἱρεσιάρχη στὴν ἄρμενο-συριακὴ ἑνωμένη σύνοδο τοῦ Manazkert (726). Ἐπίσης δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Διόσκορο ὡς «ἅγιο».

Ὅλες οἱ ἄλλες θεωρίες, ποὺ στηρίζονται στὶς πολιτικὲς σκοπιμότητές12 τῆς μὴ ἀποδοχῆς τῆς Χαλκηδόνας ἀπὸ τοὺς Ἀρμενίους, ναὶ μὲν μαρτυροῦνται στὶς πηγές, ἀλλὰ δὲν συνέβαλαν στὴν ὁριστικὴ ἀπόφαση.

Οἱ προσπάθειες τῶν βυζαντινῶν γιὰ τὴν ἕνωση τῆς ἀποκομμένης ἤδη Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔφεραν καρπούς, ὅπως καὶ οἱ ἀνεπίσημοι (1964, 1967,1970 καὶ 1971) καὶ οἱ ἐπίσημοι διάλογοι (1985, 1989, 1990 καὶ 1993) τοῦ 20ου α. μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων.

Πρώτη φορὰ γραπτῶς σημειώνω καὶ τονίζω τὴν προσωπική μου ἄποψη καὶ –γιατί ὄχι– καὶ τὴν ἐμπειρία μου γιὰ τὰ θέματα τῆς πίστεως, κατ’ ἀκρίβειαν τοῦ δόγματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐν γένει Παραδόσεως Αὐτῆς ὡς δόγματος Ἀληθείας καὶ τρόπου ζωῆς, σὲ σχέση μὲ τὴν πίστη τῆς Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’.

Ὅποιος ἀμερόληπτα, ἀπροϋπόθετα καὶ ἀντικειμενικὰ μελετήσει τὰ κείμενα (δογματικὰ καὶ μὴ) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ τῆς Ἀρμενικῆς παραδόσεως, ἀπὸ τὸ σχίσμα (οὐσιαστικὰ καὶ ὁριστικὰ μετὰ τὸ 553-555 μ.Χ. τῆς συνόδου τοῦ Ντβὶν) ἕως καὶ σήμερα, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀντιληφθεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καὶ τί οὐσιαστικὰ πρεσβεύει κάθε πλευρά. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀντιληφθεῖ τὸ χάσμα ἑρμηνείας τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἀρμενικῆς παραδόσεως. Τὸ γράφω καὶ τονίζω αὐτὸ μὲ ὑπευθυνότητα γνωρίζοντας καλὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν θεολογία τῆς Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’.

Τελειώνοντας αὐτὸ τὸ μικρό μου ἄρθρο θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω τὴ γνώμη μου ἐπὶ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, ὅτι ὄχι μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ συνεχεῖς, δυστυχῶς, ὑποχωρήσεις στὴν πίστη, ὄχι μόνο δὲν βοήθησαν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ καταλάβουν τὴν βασικὴ καὶ ὀντολογικῶς ἀληθινὴ καὶ ἀμετάκλητη Χριστολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Δ΄ καὶ ΣΤ΄, ἀλλὰ καὶ τῆς συνόλου Παραδόσεως καὶ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπορρέει φυσικὰ ἀπὸ τὰ σωτήρια δόγματα, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς ὁδήγησαν στὸ μεγάλο ἀδιέξοδό της λεπτῆς καὶ πολλὲς φορὲς ἀνεπανόρθωτης ἐκ δεξιῶν πλάνης.

Κλείνοντας, θέτω μερικὲς παρατηρήσεις καὶ προβληματισμούς.

1. Μήπως εἶναι τυχαῖο, ὅτι μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἄρνηση τῆς Δ΄ καὶ τῶν λοιπῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (=ἄρνηση Ὀρθοδοξίας καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὀρθοπραξίας) σταδιακὰ ἔπαυσε νὰ ὑφίσταται στὴν Ἀνατολικὴ κυρίως Ἀρμενία13 ὁ ἀσκητικὸς καὶ κυρίως ὁ ἡσυχαστικὸς μοναχισμός, ποὺ ἔχει σκοπὸ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση, ὅπως παρατηροῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὀργανωμένης Μοναχικῆς Πολιτείας (Δ΄ α.) ἕως καὶ σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἀρμενία, σχεδὸν πάντοτε μετὰ τὴν ἅλωση τῆς βασιλείας τῶν Bagratouni (885-1045), ἐξ’ ὁλοκλήρου βρισκόταν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο ἀλλοθρήσκων (Ὀθωμανῶν καὶ Περσῶν) ἀπὸ τὴν μία καὶ αὐστηρῶν ἀντιχαλκηδονίων14 μονοφυσιτῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ αὐτὴν τῶν δυτικῶν περιοχῶν τῆς Ἀρμενίας, οἱ ὁποῖες ἄμεσα καὶ ἔμμεσα ἐπικοινωνοῦσαν μὲ τοὺς βυζαντινοὺς καὶ ἔτσι εἴχαμε ὄχι μόνο Ὀρθόδοξες ἐπαρχίες μὲ ἀρμενικὸ πληθυσμὸ κατὰ τὸ πλεῖστον (π.χ. στὴ Θεοδοσούπολη) καὶ μοναστικὲς ἀδελφότητες, ἀλλὰ καὶ ἁγίους ἀρμενικῆς καταγωγῆς (καταγεγραμμένους ἢ μὴ) στὸ ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο καὶ στοὺς Συναξαριστὲς, π.χ ὁ Μέγας Εὐθύμιος (20 Ἰαν.). Οἱ ἅγιοι ποὺ δὲν γιορτάζονται ἐπίσημα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἤδη ἦταν στὸ ἀρμενικὸ ἑορτολόγιο, δὲν εἶναι καὶ λίγοι καὶ μάλιστα ἐξέχουσες προσωπικότητες, ὅπως σχεδὸν ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Γρηγορίου Φωτιστῆ, ὅπως οἱ δύο γιοὶ του, ὁ γ. Ἀριστακὲς καὶ ὁ γ. Βροτανὲς μέχρι τὸν γ. Σαχάκ.

2. Ποιὸς ἰσχυρίζεται  ὅτι τὸν 20΄ α. ἐνδιέφερε σοβαρὰ τὴ διοίκηση τῆς Ἀρμενικῆς ‘‘ἐκκλησίας’’, ὁ θεολογικὸς διάλογος, ἐκτὸς ἐλαχίστων μεμονωμένων φωνῶν, ὅπως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Tiran Nersoyan. Προσωπικὰ δὲν τὸν γνώρισα. Γνωρίζω ὅμως ἀπὸ κάποια γραπτά του, ὅτι ἤθελε πολὺ τὴν ἕνωση, βάσει τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος τῶν Δ΄ καὶ ΣΤ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

3. Ποῦ ὑπάρχουν στὴν Ἀρμενικὴ γλώσσα τὰ κείμενα τῶν κοινῶν Δηλώσεων τοῦ διαλόγου γιὰ νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ λαὸς γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα καὶ νὰ πεῖ τὴν γνώμη του; Πρὶν 6-7 χρόνια ἔψαχνα τὰ κείμενα τῶν Δηλώσεων στὰ Ἀρμενικὰ γιὰ νὰ μελετήσω σχετικὰ μὲ τὸ θέμα γιὰ μία πανεπιστημιακή μου ἐργασία καὶ δὲν βρῆκα τίποτε πουθενά (!) ἐνῶ ἡ τελευταία κοινὴ Δήλωση εἶχε γίνει τὸ 1993 στὸ Σαμπεζὺ καὶ ἡ τελευταία ἐπίσημη συνάντηση μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων ἔγινε τὸ 1998 στὴ Δαμασκό. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ ἀρμενικὸς λαὸς καὶ ἰδίως οἱ ἐνδιαφερόμενοι;

4. Μήπως εἶναι τυχαῖο, ὅτι σήμερα δὲν ὑπάρχουν στὰ Ἀρμενικὰ οὔτε καν τὰ Πρακτικὰ τῶν ἀποφάσεων τῶν τριῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Ἢ μήπως εἶναι τυχαῖο ὅτι δίνεται στὶς ἀποφάσεις αὐτὲς μία πολιτικοφιλοσοφικὴ ἑρμηνεία;

5. Μήπως εἶναι πάλι τυχαῖο, ὅτι μὲ τὴν ἄρνηση τῶν Συνόδων ἡ Ἀρμενικὴ ‘‘ἐκκλησία’’ καταντάει μία ἐθνοφυλετικὴ ὁμολογία στὴν ὁποία προστίθενται καινοτομίες ὅπως ἡ χειροτονία καὶ τὸ χρίσμα τοῦ Ἀρμενίου καθολικού15 καὶ ἡ χρήση τοῦ ἀζύμου κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας;

6. Μήπως εἶναι τυχαῖο, ὅτι δὲν τελεῖται οὐσιαστικὰ τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας (=ἐξομολόγηση16) καὶ ἔπαψαν αἰῶνες τώρα τὰ κωλύμματα τῆς ἱερωσύνης;

Μποροῦν νὰ προστεθοῦν ἀκόμα πολλὰ «μήπως», ἀλλὰ γιὰ τὴν ὥρα θέλω νὰ σταματήσω ἐδῶ...

Οἱ προσωπικές μου μαρτυρίες (καὶ ὄχι μόνο δικές μου) στὸ μέλλον θὰ καταγραφοῦν πιὸ ἐπιστημονικὰ καὶ μὲ ἀνάλογες παραπομπὲς καὶ σημειώσεις γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βοηθήσουμε πρῶτα τους συμπατριῶτες μας, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὄντως ψάχνουν κάτι ἀληθινὸ καὶ γνήσιο στὴν πίστη καὶ δὲν εἶναι αὐτοὶ λίγοι, ποὺ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία, κυρίως στὴν Ρωσία καὶ Γεωργία, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεολόγους ποὺ ὄντως θέλουν τὴν ἕνωση, νὰ ἀγωνισθοῦν ὑπὲρ μίας ἑνώσεως ἀληθινῆς καὶ ὄχι σύνθεσης μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, ὅπως πολὺ ὀρθὰ παρατηροῦν ἀρκετοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι (π.χ ὁ Παναγιώτης Ι. Μπούμης, Ὁμότ. Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στὸ βιβλίο του «Ἡ ἕνωση (ὄχι σύνθεση) μὲ τοὺς Μονοφυσίτες» ἔκδ. Ἁρμὸς 2007).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σημειωτέον ὅτι οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ἀρμένιοι ζούσανε πλάϊ-πλάϊ πάνω ἀπὸ 40 αἰῶνες: ἄλλοτε φιλικὰ καὶ ἀδελφικὰ διατεθειμένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μὲ συνεργασία, ἀλληλοκατανόηση καὶ ἀλληλοβοήθεια κατὰ τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ὅπως οἱ Ρωμαῖοι, Πέρσες, Ἄραβες, Μογγόλοι καὶ Τοῦρκοι, ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε τὰ ξένα καὶ δικά τους συμφέροντα τοὺς κάνανε ἐχθροὺς εἴτε σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο στὴν ἀρχαιότητα, εἴτε σὲ πολιτικὸ-ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο κυρίως στὸ Βυζάντιο μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας εἴτε σὲ πολιτικὸ-ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο κυρίως στὸ Βυζάντιο μετὰ τὴν Δ΄  Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας.

2. Ὁ Γρηγόριος ἤδη εἶχε βαπτισθεῖ στὴν Καισάρεια ἀπὸ μικρὴ ἡλικία. Στὸ παλάτι τοῦ Ἀρμενίου βασιλιᾶ Τιριδάτη εἶχε σπουδαία θέση, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν χριστιανός.

3. Καὶ σήμερα ὑπάρχει τὸ πηγάδι αὐτὸ ὡς τόπο πιὰ προσευχῆς καὶ προσκύνησης, ἁγιασμένο μὲ τὸν ἀγώνα τοῦ ἄγ. Γρηγορίου.   

4. Δὲν θὰ μιλήσω ἐδῶ γιὰ τὶς ἀρνητικὲς πλευρὲς αὐτῆς τῆς πράξεως γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες (ἀνάμιξη τοῦ κράτους στὰ ἐσωτερικὰ καὶ δογματικὰ ἀκόμα ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας πολλὲς φορὲς μὲ ὀδυνηρὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία) μὲ τὰ δικά μας κριτήρια σήμερα. Τότε τέτοιες πράξεις θεωροῦνταν μία νίκη τῆς Ἐκκλησίας κ.τ.λ.

5. Σημειωτέον, ὅτι στὸ Βυζάντιο μόνο στὸ τέλος τοῦ Δ΄ αἵ. ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχτηκε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου. Ἐνῶ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ τὸ γνωστὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313) ἀναγνωρίζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ (ἀνεξιθρησκία).

6. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι μὲ τὸ πρῶτο γράμμα τοῦ ἀρμενικοῦ ἀλφαβήτου ἀρχίζει ἡ λέξη Astvadz(=Θεὸς) καὶ μὲ τὸ τελευταῖο ἡ λέξη Qristos (=Χριστός).

7. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ τῶν Περσῶν εἶχε βασικὸ στόχο μέσω τῆς ἐπιβαλλόμενης θρησκείας νὰ ἀποκόψουν τὴν Ἀρμενία ἀπὸ τὴν Δύση, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν ἕνα πολὺ σημαντικὸ σύμμαχο ἐναντίον τῶν βυζαντινῶν.

8. Τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου ἀποδεικνύουν τὸ ἀντίθετο. Ἀρκετοὶ ἐπίσκοποί της Βυζαντινῆς κυρίως Ἀρμενίας ἔχουν ὑπογράψει κάτω ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου. Καὶ ἐπιπλέον στὸ διάστημα τῆς Συνόδου βρίσκονται στὴν Κωνσταντινούπολη ἀρκετοὶ καὶ σπουδαῖοι μαθητὲς τοῦ γ. Mesrop, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ πατέρας τῆς Ἀρμενικῆς ἱστοριογραφίας, μετέπειτα ἐπίσκοπος καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς Χαλκηδόνας ὁ ἅγιος Movses Xorenaci.

9. Κάποιοι ὑποστηρίζουν, ὅτι στὴ πρώτη σύνοδο τοῦ Ντβὶν (506) ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας μὲ τὶς Ἐκκλησίες ἀκόμα τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Ἀλβανίας τοῦ Καυκάσου πῆραν μία ἀντιχαλκηδόνια στάση, ἀλλὰ δὲν φαίνονται ἐκεῖ καθαρὰ τὰ πράγματα, ἂν ὄντως καταδίκασαν τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας καὶ τὸν περίφημο Τόμο τοῦ Πάπα Λέοντα.

10. Στὸ ἑξῆς θὰ χρησιμοποιήσω τὴν λέξη Ἐκκλησία ἐντὸς εἰσαγωγικῶν καὶ μικρογράμματη γραφή, ἀναφερόμενος στὸ σύνολο τῶν Ἀρμενίων ὡς μονοφυσιτῶν πιά, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς Δ΄  Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
11. Εἶναι γνωστό, ὅτι ἢ φράση αὐτὴ δὲν ἦταν ἀρχικά του Κυρίλλου, ἀλλὰ ἀποδίδεται στὸν Ἀπολλιναριο Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος ἑρμήνευε αἱρετικὰ τὰ λόγια αὐτά.

12. Ὅτι δηλαδὴ οἱ Πέρσες καὶ ἀργότερα οἱ Ἄραβες προσπαθοῦσαν συνεχῶς νὰ κρατήσουν μακριά τους Ἀρμενίους ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση μὲ τὸ Βυζάντιο.

13. Ἡ ἱστορικὴ Ἀνατολικὴ Ἀρμενία περιέλαβε ὅλη τὴν σημερινὴ Δημοκρατία τῆς Ἀρμενίας σὺν τὸ Ναγκόρνο (=ὀρεινὸ) Καραμπάχ, τὸ Ναχιτζεβᾶν (βρίσκεται σήμερα στὴν ἔκταση τοῦ Ἀζερμπαϊτζᾶν), ἕνα κομμάτι τοῦ σημερινοῦ βορείου Ἰρᾶν καὶ ἄμεσες περιοχὲς γύρω ἀπὸ τὸ ρος Ἀραράτ.

14. Πολλὲς φορὲς ἡ ἀπόκλισή τους ἀπὸ τὸν μετριοπαθῆ μονοφυσιτισμὸ σὲ ἀκραῖες ἐκφάνσεις καὶ ἑρμηνεῖες τοῦ (=Εὐτυχιανισμὸς) ἀνάγκαζε τὴν ἐπέμβαση τῆς ἐπίσημης Ἀρμενικῆς «ἐκκλησίας».

15. Συνήθως ἐκλέγεται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους. Τὸν ἐκλεγμένο ἤδη ἐπίσκοπο καθολικὸ οἱ Ἀρμένιοι τὸν χειροτονοῦν καὶ χρίουν.  

16. Οἱ Ἀρμένιοι ἀπὸ τὸν 15ο α. στὴν ἐξομολόγηση, ποῦ γίνεται ὁμαδικά, χρησιμοποιοῦν ἕνα κείμενο, στὸ ὁποῖο καταγράφονται (ἴσως;) ὅλες οἱ ἁμαρτίες καὶ πρέπει ὅλοι νὰ τὶς ἀκούσουν καὶ στὸ τέλος κάθε παραγράφου νὰ ποῦνε «ἥμαρτον».

Περιοδ. . Ν. γ. Νικολάου, Πευκακίων-θηνν, «Ἐνοριακὴ Εὐλογία»,
Τεῦχος Ἰουνίου-Ἰουλίου Ἀριθμ. Τεύχους 108-109.

 http://www.egolpion.com/armenioi_monofusites.el.aspx

Γιά το ίδιο θέμα δείτε και το παρακάτω: :
http://www.oodegr.com/oode/thriskies/monofysites/den_einai_orthodoksoi_1.htm


 Γ
Γ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου