Μικρός ο βίος της, που
διεσώθει. Μικρή η ηλικία της, αλλά μεγάλος ο άθλος και η δόξα της
ανήλικης Αγίας Ραΐδος, πού θυσιάστηκε για την αγάπη του Χρίστου στα
δώδεκά της χρόνια! Άλλα κορίτσια στην ηλικία της παίζουν με τα
παιχνίδια τους και τις κούκλες ή ονειρεύονται το κοσμικό τους μέλλον και
τις χαρές του μάταιου κόσμου. Αντίθετα η μικρή Ραΐδα όλα τα είχε
περιφρονήσει από μικρή και δεν αγαπούσε και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο
από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του σύμπαντος
καί τον πιο μεγάλο, τον πιο αληθινό καί ασύγκριτο φίλο καί προστάτη των
παιδιών. Κι όπως αναφέρει ό Συναξαριστής στα «Μηναία» (μήνας Σεπτέμbριος
ΚΓ'-23η) :
«Ποθούσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπειν σαρκός το κάλλος έκδίδωσι τω ξίφει».
Καί σε σημερινή απόδοση:
«Η Ραΐς ποθώντας να δει την ομορφιά του Θεού θυσίασε με το ξίφος την ομορφιά της σάρκας».
Ας σταθούμε όμως μέσα στις λίγες αράδες, πού διέσωσαν για την Ραΐδα οί Συναξαριστές, μέσα στις μυριάδες των Αγίων και των Μαρτύρων, πού μετριούνται σε πολλά εκατομμύρια.
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι της θαυματουργής Αγίας ότι γεννήθηκε στην πόλι Τάμμαν της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται όμως η ακριβής ημερομηνία της γεννήσεώς της. Πάντως υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στο τέλος περίπου του τρίτου αιώνος. Ηταν κόρη ενός Χριστιανού ιερέως, πού τον έλεγαν Πέτρο, και είχε φροντίσει από νωρίς να της δώση χριστιανική ανατροφή και να της εμπνεύσει απεριόριστη πίστη και αγάπη για τον Χριστό. Μέρα και νύχτα η μικρή Ραΐδα βρισκόταν μαζί με τον πατέρα της και ζούσε από κοντά την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, Κι όταν εξέφρασε την επιθυμία της να γίνη μοναχή, ό καλός πατέρας δέχτηκε μετά χαράς κι όχι όπως κάνουν σήμερα πολλοί γονείς, πού αρνούνται και αντιδρούν και αναστατώνουν τον κόσμο, εάν τα παιδιά τους αποφασίσουν να αφιερωθούν στο Χριστό...
Ευλόγησε λοιπόν ό ιερεύς Πέτρος την δωδεκάχρονη κόρη του, της έδωσε την ευχή του και τις καλές του παρικές συμβουλές και υστέρα την παρέδωσε στο γυναικείο μοναστήρι της Τάμμαν. Εκεί φόρεσε το σχήμα της δόκιμης μοναχής, μέχρι να φθάση στην νόμιμη ηλικία για να γίνη μοναχή.
Μια μέρα, πού πήγαινε μαζί με τις άλλες μοναχές στην πηγή για να κουβαλήση νερό, είδε ενα πλήθος από μοναχούς, μοναχές, κληρικούς και λαϊκούς, πού τους είχε συλλάβει ό σκληρός ηγεμόνας της περιοχής Λουκιανός. Όταν έμαθε, ότι τους είχαν δέσει γιατί ήταν Χριστιανοί και θα τους θανάτωναν, εάν δεν αρνιόνταν την πίστη τους, έτρεξε σαν μικρό έλαφάκι για να ενωθή μαζί τους και να όμολογήση τον Χριστόν Κύριον και Θεόν και Σωτήρα του κόσμου. Ό κομενταρίσιος (δεσμοφύλακας) την λυπήθηκε, καθώς την είδε τόσο μικρή, με το μαύρο ράσο της και την σταμάτησε με καλό τρόπο:
Είσαι μικρή ακόμα και δεν ξέρεις τι κάνεις...
— Ξέρω τι πιστεύω και τι κάνω, κομενταρίσιε, είπε θαρρετά η μικρή Ραΐς. Κι ούτε με νοιάζει πότε θα πεθάνω, τώρα ή αργότερα. Είμαι Χριστιανή και θέλω να ομολογήσω και να διακηρύξω την πίστη μου!
— Ξανασκέψου το, την συμβούλεψε ό δεσμοφύλακας. Είσαι τόσο μικρούλα. Κρίμα να χαθείς από τώρα, πριν γνωρίσης τη ζωή και τον κόσμο.
— Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από τον Χριστό και όποιος θυσιάζεται για τον Κύριο δεν πεθαίνει ποτέ του. Κατάλαβες; Μη στενοχωριέσαι λοιπόν για μένα και πες μου που είναι ό ηγεμόνας;
Της έδειξαν την αμαξά του κι εκείνη χωρίς δισταγμό πλησίασε και είπε στον σκληρό Λουκιανό:
— Άρχοντα Λουκιανέ, είμαι Χριστιανή κι έτοιμη αν χρειασθή να πεθάνω για τον Χριστό και Θεό μου, πού τον αγαπώ και τον λατρεύω πάνω από όλα και από την ίδια τη ζωή!
— Μπα, μπα και τους δικούς μας θεούς δεν τους προσκυνάς, λοιπόν μικρή μου;
— Ούτε τους προσκυνώ, ούτε τους θεωρώ θεούς, αλλά ψεύτικα είδωλα και τους περιφρονώ με όλη την καρδιά μου!
Ό Λουκιανός κάγχασε και μίλησε με άσέβεια για την πίστη των Χριστιανών. Η Ραΐς αντί να του απάντησει με λόγια, έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον ηγεμόνα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή με το τόλμημα της Ραΐδος και ύστερα ούρλιαξε από τον θυμό του, για την άπάντηση, πού πήρε στις βλασφημίες του κατά του αληθινού Θεού.
— Βασανίστε την! Σκοτώστε την! Κομματιάστε την!
Η μικρή Αγία όταν άκουσε τις φωνές του ηγεμόνα δεν ταράχτηκε ούτε φοβήθηκε. Η καρδιά της χαιρόταν, πού θα υπέφερε για τον Κύριο, όπως κι Εκείνος είχε υποφέρει πάνω στον σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων. Χαιρόταν, γιατί έφτυσε εναν εχθρό του Χριστού, όπως κι Εκείνος είχε δεχθή «εμπτυσμούς» από τους βασανιστές του πριν σταυρωθή. Κι ακόμα έχαιρε, γιατί ο θάνατός της θα την εφερνε ολοκάθαρη καί πιο γρήγορα μπροστά στον θρόνο του Θεού και θα μπορούσε να δει τις ομορφιές και τα μεγαλεία της Βασιλείας των Ουρανών.
Οι δήμιοι άρπαξαν την μικρή Ραΐδα και κατά διαταγήν του Λουκιανού, την βασάνισαν πολύ, πριν την αποκεφαλίσουν με ξίφος.
«Ποθούσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπειν...».
πηγή: Π.Μ.Σωτήρχος, "Παιδομάρτυρες"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου