του π. Δημητρίου Ντούτκο.
Στίς δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ηταν μια γριούλα. Καί ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ό παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα καί μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Καί να, ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα καί σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Καί άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα 'χασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή! Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και 'χει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει, από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας".
Από το βιβλίο του Ρώσου ομολογητή ιερέως π. Δημητρίου Ντούτκο, "Στό σταυροδρόμι", Μόσχα 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου