Ὁ Χριστιανός εἶναι ὁ
μιμητής τοῦ Χριστοῦ. Βιώνει τόν Χριστό ἐντός του, ἔχει αἴσθηση τῆς
Θείας Χάρης καί ζεῖ μέσα στόν Χριστό, ζεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀσφάλεια καί
ἡρεμία. Καμμιά κατάθλιψη καί κανένα ἄγχος δέν ὑπάρχει μέσα του. Ὁ
Χριστιανός εἶναι αὐτός, πού βιώνει τόν Σταυρό, τήν Ταφή καί τήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Χριστό καί χάριν τοῦ Χριστοῦ. Μέσο γιά νά τά
ζήσει, ὅλα αὐτά, εἶναι: α)ἡ ἀσκητική καί β)ἡ μυστηριακή ζωή ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας. Πορεία καί ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς καί μυστηριακῆς
ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί τέλος ἡ θέωση του. Ὁ Χριστιανός
εἶναι ὁ Μάρτυρας τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς ἀλλά καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ
Χριστοῦ.
Ἕνας τέτοιος
μάρτυρας εἶναι καί ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος. Μέ τή ζωή του, τό
μεγάλο μαρτύριο καί τέλος τόν μαρτυρικό θάνατό του, καταγγέλλει στό
σύγχρονο κόσμο τῆς ἀκηδίας, τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀφροντισιᾶς γιά τήν ψυχή
καί τόν Θεό, τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος. Ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Γεώργιος
τήν ἀγάπη, πού μᾶς ἔχει ὁ Κύριος. Φανερώνει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι
ἐφικτή, ὅτι εἶναι κατορθωτή καί σήμερα· ἀφοῦ ἦταν κατορθωτή καί σέ κείνη
τή δυσκολότερη πνευματικά ἐποχή του (300 μ.Χ., ὅπου καί ὁ μεγαλύτερος
διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν). Φανερώνει, τό παλλικάρι αὐτό τοῦ Χριστοῦ,
τήν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης, πού ὑπάρχει μέσα στό σῶμα καί τήν ψυχή
του. Ἀποδεικνύει μέ τό μαρτύριό του, ὅτι εἶχε φθάσει στήν θεωρία τοῦ
Θεοῦ, ἀφοῦ τό μαρτύριο - ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία -
εἶναι καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀποδεικνύουν καί τά ἱερά λείψανα
τῶν ἁγίων μας, πού εὐωδιάζουν καί ἐν πολλοῖς παραμένουν ἄφθαρτα,
ἀκριβῶς γιατί εἶναι μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπεις τό
παλλικάρι τοῦ Χριστοῦ, ἁπλό καί μεγαλειώδες, ταπεινό καί ὑπέροχο, πάνω
στό λευκό του ἄλογο, νά φονεύει τόν δράκοντα, τόν ὄφι τόν ἀρχαῖο- τόν
ἀρχέκακο, τόν ἀνθρωποκτόνο - τόν διάβολο. Τόν βλέπεις, τόν ἅγιο
Μεγαλομάρτυρα, νά φονεύει τόν μισάνθρωπο δράκοντα μέ τήν ἁγία Του ζωή,
ἀλλά καί κυρίως μέ τόν θαυμαστό ἅγιό Του θάνατο.
Θά ἔπρεπε, νά εἶναι ἐδῶ Ἐκεῖνος -ὅπως καί
πράγματι εἶναι- καί νά μᾶς ἔδειχνε τίς πληγές Του, αὐτές, πού Τοῦ
προξένησε ὁ φοβερός τροχός, μέ τά κοφτερά μαχαίρια καί αὐτές πού Τοῦ
προξένησε ὁ λάκκος μέ τόν ἀσβέστη. Ἄς ρίξουμε μιά ματιά στό συναξάρι
Του... Ἔχουμε πάρα πολλά νά διδαχτοῦμε...
Ἤτανε μόλις εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὅταν ὑπέστη τό
μαρτύριο· νεότατος. Γεννήθηκε ἀπό πλούσιους καί ἔνδοξους γονεῖς, λέει ὁ
βίος του. «Περιουσία λαμπρός ὤν καί τόν τρόπον θεοφιλής ἐν τῷ ἐπισήμῳ
τῶν Ἀνικίων νουμέρῳ τριβοῦνος πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας
τοῦ τῶν σχολῶν μετά ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ ἐκλογήν
προελήφθη.» Δηλαδή, ἦταν πλούσιος, μέ λαμπρή περιουσία καί προόδεψε
πολύ στήν κοσμική δόξα. Ἀξιώθηκε νά πάρει τό ἀξίωμα τοῦ κόμη καί ἀκόμη
ἤτανε πανέμορφος. «Μεγέθει γάρ σώματος καί ἡλικίας ἀκμῇ καί
δυνάμει διέπρεπε δύο πρός τοῖς εἴκοσι τυγχάνων ἐτῶν.» Ἤτανε πολύ
δυνατός καί πολύ νέος, πολύ ἔνδοξος καί πολύ πλούσιος.
Ἀπό αὐτά
πρέπει νά βγάλουμε ἕνα πρῶτο καί μεγάλο δίδαγμα: Ὅτι ἡ νεότητα δέν εἶναι
ἐμπόδιο στήν ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἐφικτή καί στούς νέους. Ἡ δόξα
πάλι καί αὐτή δέν εἶναι ἐμπόδιο. Ὅσο καί ἄν προοδέψει κανείς ἤ ὅσο καί
ἄν ἔχει πολλά χαρίσματα, τά ὁποῖα θά τοῦ δώσουν ἕνα λαμπρό κοσμικό
μέλλον, ὅλα αὐτά δέν ἐμποδίζουν στόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀποτελοῦν
αὐτά, ἐμπόδιο στό νά δώσει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή του στόν Χριστό καί ἄν
χρειαστεῖ καί τό αἷμα του. Αὐτό μᾶς δείχνει ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς
Γεώργιος.
Σήμερα λένε
στούς νέους: «Ζῆσε τή ζωή σου, καί μετά στά πενήντα σου, στά ἑξήντα σου,
πᾶς καί στήν ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλομάρτυς δέν περίμενε τά
πενῆντα καί τά ἑξῆντα του · ἀντίθετα, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία
ἀφιερώθηκε στό Χριστό, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, στήν ἄσκηση, στήν
ἐγκράτεια. Γι’ αὐτό ἀξιώθηκε σέ ἡλικία 22 ἐτῶν νά φθάσει καί στό
μαρτύριο. Σήμερα, ἀλλά καί στίς ἄλλες ἐποχές οἱ ράθυμοι ἄνθρωποι, θά
θέλανε νά ξέρουνε τήν τελευταία ἡμερα τους, τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους.
-Ξέρετε γιατί; -Τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος. Θά λέγανε, ἄν τήν γνώριζαν: «Θά ζήσουμε ὅλες τίς ἡμέρες μας
κοσμικά καί τήν τελευταία μέρα θά βαφτιστοῦμε, ὥστε νά πᾶμε καί στόν
Παράδεισο». Ὅμως δέν λογαριάζουνε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός, καί ἄν δέν
ζήσεις μέ τόν Χριστό, οὐσιαστικά ζεῖς ἕνα θάνατο. Αὐτό ἀκριβῶς γράφουν
τά παιδιά στούς τοίχους: «πεθαίνουμε στά 18 καί μᾶς θάβουν στά ὀγδόντα».
(Ἡ ἀνωτέρω
εἰκόνα προέρχεται ἀπό τό ἱ. Ἡσυχαστήριο «Ἀνάστασις Χριστοῦ- Ἐμμαούς»
Ἅγιος Βασίλειος Λαγκαδᾶ).
-Πῶς πεθαίνουμε; -Ὅταν δέν ζοῦμε ἐν
Χριστῷ. Τότε εἴμαστε νεκροί, κινούμενα πτώματα. Αὐτό δέν τὄκανε ὁ ἅγιος
Γεώργιος... Ἔζησε, θά λέγαμε, μέ μιά πληρότητα ζωῆς καί μιά περίσσεια
ζωῆς. Ἀπό τή στιγμή πού βαπτιστήκε καί μετά· μέχρι τή στιγμή, πού
ἀξιώθηκε τό βάπτισμα τοῦ αἵματος, τό μαρτύριο.
Τό πόσο ἐνάρετος ἦταν φαίνεται, ἀπό τό πῶς
ἐνίσχυε τόν ἑαυτό του στό μαρτύριο: -«Γεώργιε», ἔλεγε στόν ἑαυτό του,
«τί ἔστηκας ἀργός;». Γιατί στέκεσαι ἀργός;
«Τοῦ Κυρίου καλοῦντος τούς βουλομένους εἰς
τόν ἴδιον γάμον;». Ἐνῶ ὁ Κύριος καλεῖ αὐτούς, πού ἔχουν ἀγαθή
θέληση, στό γάμο Του.
«Ἀνέῳγεν ὁ νυμφών, τό δεῖπνον ἡτοίμασται». Ἔχει ἀνοιχθεῖ ὁ
νυμφῶνας. Τό δεῖπνο εἶναι ἕτοιμο, τί βραδύνεις; Γιατί πᾶς ἀργά; Γιατί
ἀργοπορεῖς;
«Εἴσελθε
πρίν ἤ κλεισθῆναι τήν θύραν». Μπές, πρίν προλάβει καί κλείσει ἡ
πόρτα. «Πάρεστι καί νῦν Ἰησοῦς, ὁ δι’ ἡμᾶς σταυρόν καί θάνατον
ὑπομείνας». Εἶναι παρών ὁ Χριστός καί τώρα, Αὐτός πού ὑπέμεινε γιά
μᾶς τόν σταυρό καί τόν θάνατο.
«Μή φοβηθεῖτε, λέγων, ἀπό τῶν ἀποκτενόντων τό σῶμα». Μή
φοβάστε αὐτούς πού πᾶνε καί σκοτώνουν τό σῶμα. «Τήν δέ ψυχήν μή
δυναμένων ἀποκτεῖναι». «Μνήσθητι Γεώργιε»«τῶν εὐαγγελικῶν
διδαγμάτων, ἐν οἷς ὁ Δεσπότης φησίν»· ἀνάμεσα στά ὁποῖα ὁ Δεσπότης
λέει: «Ὅς ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ
ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Θυμίσου Γεώργιε,
λέει στόν ἑαυτό του,
- Βλέπετε,
πόσο καλά γνώριζε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του;
Καί ὅλα αὐτά τά λόγια τά λέει, ἐνῶ βλέπει μπροστά του τά διάφορα
κολαστήρια. Δηλαδή, ὅλα ἐκεῖνα τά μηχανήματα καί τίς ἐφευρέσεις τῶν
ἀθέων εἰδωλολατρῶν, τά ὁποῖα τοῦ τἄχαν ἐπίτηδες, ἁπλώσει μπροστά του γιά
νά τόν τρομάξουν· γιά νά τόν κάνουν νά δειλιάσει καί νά μήν προχωρήσει
στό μαρτύριο. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἐνθαρρύνει τόν ἑαυτό του, μ’ αὐτά τά λόγια:
«Γεώργιε προχώρα, μήν σωπαίνεις, μήν ἀργοπορεῖς καί μήν δειλιάζεις,
βλέποντας ὅλα αὐτά τά σατανικά ἐφευρήματα»
- «Μή
προκρίνῃς, Γεώργιε, τήν πρόσκαιρον ταύτην καί παρερχομένην τοῦ βίου
σκιάν, τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μήν προτιμήσεις τήν σκιά αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος
τοῦ ἀπατεῶνος, ἀντί τῆς αἰωνίου ζωῆς.
- «Μηδέ
τήν ματαίαν δόξαν τοῦ κόσμου, τῆς οὐρανίου ἐλπίδος»· οὔτε τή μάταιη
δόξα τοῦ κόσμου, πού σήμερα σέ ὑψώνει καί αὔριο σέ ὑβρίζει, σήμερα σέ
χειροκροτεῖ καί αὔριο σέ σταυρώνει.
-
«Ὅτι πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς
ἄνθος χόρτου καί πᾶσα βιωτική περηφάνεια ὀνείρου παντός ἀδρανεστέρα
καθέστηκεν». Κάθε δόξα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σάν ἕνα ἄνθος, πού βγαίνει
ἀπό τά χόρτα τῆς γῆς καί πολύ γρήγορα μαραίνεται καί χάνει τά πέταλά
του. «Καί πᾶσα βιωτική ὑπερηφάνεια», κάθε ὑπερηφάνεια αὐτῆς τῆς
ζωῆς, εἶναι σάν ἕνα ὄνειρο καί ἀκόμα περισσότερο, ἀδρανής. «Ὀλίγον
ὑπέμεινον καί μετ’ ἀγγέλων εἰς αἰῶνας ἀγαλλιάσῃ.» Κάνε λίγο ὑπομονή
καί πολύ γρήγορα θά χαρεῖς τή χαρά μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τήν ἀληθινή
χαρά.
Κι’ ἔτσι ὁ
ἅγιος καταφρόνησε, ὅλο αὐτό τό πλῆθος τῶν κολαστηρίων ὀργάνων. Προχωράει
κατόπιν, σ’ ἕνα ἑπόμενο καί πολύ σπουδαῖο διδακτικό βῆμα: μοιράζει ὅλη
του τήν περιουσια στούς φτωχούς. Ἔχει πλέον κόψει κάθε δεσμό μέ τόν
κόσμο, μέ τήν ὕλη, μέ τόν ἄργυρο, τό χρυσό καί ὅλα αὐτά τά μάταια.
Προχωρᾶ στό μαρτύριο μέ θάρρος. Ὁμολογεῖ μπροστά στούς βασιλεῖς καί
στούς τοπάρχες μέ πολύ θάρρος καί μέ πολλή παρρησία, χωρίς νά τούς
φοβηθεῖ, λέγοντας: «Τίς ἡ πονηρά καί βέβηλος αὕτη συναγωγή;»
Ἀπευθύνεται στούς δικαστές
του, δέν τούς φοβᾶται, δέν δειλιάζει.
-Ποιά εἶναι αὐτή ἡ πονηρή, λέει, καί βέβηλη
συνάθροιση.
«Τίς ὁ
τρόπος τῆς τοσαύτης ἀνοίας καί ἀσεβείας;». Τί εἶναι ὅλο αὐτό τό
πρᾶγμα, ὅλη αὐτή ἡ ἀσέβεια καί ἡ ἀνοησία;
«Ὅντως τόν τῆς βασιλείας ἔννομον θρόνον,
λοιμόν καθέδραν εἰργάσασθε, τοιαῦτα κατά Χριστοῦ μελετήσαντε·».
Αὐτόν τόν ἔννομον θρόνον, πού σᾶς τόν χάρισε ὁ Θεός,- γιατί πᾶσα
ἐξουσία παρά τοῦ Θεοῦ δίνεται· αὐτόν τόν θρόνον, λέει, ἐσεῖς τόν κάνατε «καθέδραν
λοιμῶν», δηλαδή, καθέδρα μολυσματικῶν νόσων, ἀφοῦ μελετᾶτε, ἀφοῦ
σχεδιάζετε καί ἀφοῦ πραγματώνετε τετοια ἐχθρικά ἔργα ἐναντίον τοῦ
Χριστοῦ.
«Ἐματαιώθητε
γάρ ἐν τοῖς διαλογισμοῖς ὑμῶν καρδία, καί φάσκοντες εἶναι σοφοί
ἐμωράνθητε.» Δέν διστάζει νά ἐλέγχξει τούς δικαστές του. Ὅταν κανείς
πάει στό δικαστήριο τρέμει καί φοβᾶται τούς δικαστές. Ὁ ἅγιος ὅμως τό
ἀντίθετο· μέ παρρησία τούς λέει ὅτι: «ἐματαιώθητε ἐν τοῖς
διαλογισμοῖς ὑμῶν». Μάταια πράγματα διαλογίζεσθε, σκοτίσθηκε ἡ
ἀσύνετη καρδιά σας καί ἐνῶ νομίζετε ὅτι εἴσθε σοφοί καί τό λέτε, εἴσαστε
μωροί καί ἀνόητοι.
Ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου στή Λύδδα τῆς
Παλαιστίνης
Οἱ δικαστές
προχωροῦν στό ἔργο τους. -«Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου καί πῶς τολμᾶς μέ
τόση θρασύτητα νά μᾶς μιλᾶς καί νά πηγαίνεις μέ τόσο θάρρος στό
μαρτύριο». Καί κοιτάξτε τί μεγαλεῖο ἡ ἀπάντηση : «Ἐμοί τό μήν πρῶτον
καί τιμιώτατον ὄνομα Χριστιανός. Τό ὄνομά του ἦταν: «Χριστιανός».
Δέν λέει τό βαπτιστικό του, ἀλλά τήν ἰδιότητά του. Τό πρόσωπό του τό
ἀληθινό, εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό λέει ὅτι ὀνομάζομαι
«Χριστιανός» καί Χριστοῦ δοῦλος· «καί τοῦτο πλέον ἐγκαλλωπίζομαι»
δηλαδή, ἀπό αὐτό περισσότερο δέν ἔχω τίποτε ἄλλο γιά νά στολιστῶ. Αὐτό
εἶναι ἡ ὀμορφιά μου, τό ὄνομά μου. «Ἤ ἄλλος τῷ τῆς βασιλείας
ὀνόματι, τό δ’ ἀπό γενέσεως φημισθέν Γεώργιος τοῦ Θεοῦ μου κἀνταῦθα
οὕτως οἰκονομήσαντος». Ἄν θέλετε δέ, τούς λέει, καί τό βαπτιστικό
μου ὄνομα, αὐτό εἶναι Γεώργιος, ἀλλά καί αὐτό τό ὄνομα ὁ Θεός μοῦ τό
οἰκονόμησε.
Ἔτσι καί ἀπό
δῶ βγάζουμε ἕνα δεύτερο δίδαγμα· ὅτι τό κύριο ὄνομά μας δέν εἶναι αὐτό,
πού μᾶς φωνάζουνε... τό κύριο ὄνομά μας εἶναι: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ. Καί πολλοί
ἄλλοι μάρτυρες ὅταν τούς πήγαιναν στό δικαστήριο, ὅλο αὐτό λέγανε. -Πῶς
σέ λένε; -Χριστιανός.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι; -Χριστιανός.
-Ποῦ πηγαίνεις; -Στό Χριστό. Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.
Ὁ ἔλεγχος ἐπίσης πού κάνει στούς ἀσεβεῖς ὁ
ἅγιος, εἶναι πάλι ἕνα δίδαγμα γιά μᾶς. Ἕνα μήνυμα καί γιά μᾶς, γιά τή
σημερινή ἐποχή, πού δειλιάζουμε, πού λουφάζουμε οἱ χριστιανοί... Ἕνα
δίδαγμα γιά μᾶς, πού δέν μιλᾶμε, πού δέν ἀντιδροῦμε σ’ ὅλα αὐτά τά ἄθλια
πράγματα, τά ὁποῖα σχεδιάζουν, ὄχι πλέον οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλά οἱ
«λεγόμενοι» χριστιανοί ἄρχοντες· οἱ «λεγόμενοι» ὅμως, καί ὄχι οἱ
πραγματικά χριστιανοί.
Ὁ Βασιλιᾶς τοῦ λέει : «Καί οὕτως ἔθου προδοῦναί σου τήν
νεότητα καί τόν γλυκύν τοῦτον καταλιπεῖν ἥλιον καί θάνατον ἄωρον τῆς
ἡδίστης ταύτης ζωῆς διαμείψασθαι;» Τοῦ βάζει τόν πειρασμό τῆς
φιλοζωῒας, τῆς φιλαυτίας καί τῆς φιλοκοσμίας. «Καλά, λέει, πῶς προτιμᾶς
νά προδόσεις τά νειάτα σου καί τό γλυκό αὐτό ἥλιο; Πῶς σπεύδεις νά
πάρεις ἕναν ἀπερίσκεπτο, ἕναν ἄωρο, ἕναν πρόωρο θάνατο καί νά ἀφήσεις τή
γλυκύτατη αὐτή ζωή; »
Τοῦ ἀπαντάει
ὁ ἅγιος. «Οὐχ ὡς οἴῃ, βασιλεῦ, θάνατος τοῦτο καί ἀπώλεια». Δέν
εἶναι, ὅπως νομίζεις αὐτό τό πρᾶγμα θάνατος, Βασιλιᾶ καί χαμός· ἀλλά
χαρά καί θυμηδία καί ἀγαλλίαση. «Διά γάρ τῶν δοκούντων τούτων ἀνιαρῶν
τήν αἰώνιον ζωήν, τήν αΐδιον μακαριότητα, τά ἀγαθά καρπούμεθα ἐκεῖνα ἅ
ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη,
ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν». Δηλ.: «Ὅλα αὐτά εἶναι χαρά
καί θυμηδία καί ἀγαλλίαση γιά μένα. Διά μέσου αὐτῶν, πού ἐσύ καί οἱ
ὅμοιοί σου τά θεωρεῖτε ἀνιαρά, ἐγώ κερδίζω τήν αἰώνια ζωή, τήν
παντοτεινή μακαριότητα. Κερδίζω ἐκεῖνα τά ἀγαθά, τά ὁποῖα μάτι δέν εἶδε
καί αὐτί δέν ἄκουσε καί σέ καρδιά ἀνθρώπου δέν ἀνέβηκαν, τά ὁποῖα
ἐτοίμασε ὁ Θεός σ’ αὐτούς, πού Τόν ἀγαπᾶνε».
Αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος καί στή συνέχεια δοξάζει
τόν Θεό, ἐνῶ ὑφίσταται τά φοβερά ἐκεῖνα μαρτύρια. Εὑρισκόμενος μέσα σ΄
αὐτά του τά μαρτύριά λέει : «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι
κατηξιώθην δέξασθαι τό τοιοῦτον βάρος ἐν τῆ καρδίᾳ μου, τό ὀφεῖλον ἐν
ἐμοί στηρίξαι τό ἀμετάθετον τῆς εἰς σέ ὁμολογίας. Ὁ μέν οὖν ἀήττητος
μάρτυς διά πάσης τῆς νυκτός ὑπό τόν λίθον ἐκτεταμένος, ἔκειτο τῷ ἐκείνῳ
δεινῶς ἐναποθλιβόμενος βάρει». Ὅλη τή νύκτα ἔμεινε ὁ ἀνίκητος
μάρτυρας τεντωμένος, ἐνῶ πάνω του εἶχαν βάλει ἕνα βαρύτατο φορτίο, ἕνα
βαρύτατο λίθο. Καί ὁ μάρτυς δέν παύει νά δοξάζει τό Θεό. «Σ΄ εὐχαριστῶ
Θεέ μου γιατί καταξιώθηκα νά δεχθῶ αὐτό τό βάρος στήν καρδιά μου καί νά
σέ ὁμολογήσω». Ὁμολογεῖ ἐν Χριστῶ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Ὑπεράναρχος
Θεός μου, εὐχαριστῶ Σοι ὅτι μέ τόν ἀνάξιον εἰς τόν παρόντα κλῆρον
ἐκάλεσας». Δηλ.: «Σέ εὐχαριστῶ», λέει, «Θεέ μου πού μέ κάλεσες σ’
αὐτόν τόν κλῆρον, σ’ αὐτή τήν ὑπέροχη μαρτυρία». Καί συνεχίζει: «Αὐτός
οὖν, ὁ ἐν ἐν μέσῳ δύο ληστῶν σταυρωθείς, ὑπέρ τῆς ἀνθρώπου σωτηρίας
θανάτου γευσάμενος, ἀθάνατος ὑπάρχων, δός μοι τῆς εἰς σέ πίστεως ἀκλινῆ
τήν ὁμολογίαν ἐν τῇ ὥρα ταύτῃ καί φύλαξόν μου τήν ψυχήν ἐκ τῆς
τοῦ διαβόλου μηχανουργίας». Δηλ.: «Δός μου Θεέ μου», λέει, «Ἐσύ πού
σταυρώθηκες ἀνάμεσα σέ δύο ληστές νά φυλάξω τήν πίστιν καί διά μέσου τῆς
πίστεως νά φυλάξω τήν ὁμολογίαν ἀκλινῆ· φύλαξέ μου τήν ψυχή ἀπό τή
μηχανουργία, ἀπό τά τεχνάσματα τοῦ διαβόλου». Ἀπό ἐδῶ βγαίνει ἕνα μεγάλο
δίδαγμα· ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει καί νά μαρτυρήσει παρά
μόνον «ἐν Χριστῷ». Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ Κύριος, «ὅστις ὁμολογήσει ἐν
Ἐμοί». Ἔχει τεράστια σημασία αὐτή ἡ μικρή πρόθεση, τό «ἐν». Δέν μπορεῖς
νά εἶσαι μέ τόν Χριστό, μάρτυς καί ὁμολογητής Του, ἄν δέν εἶσαι «ἐν
Αὐτῷ», δηλαδή μέσα Του. Αὐτό ἀκριβῶς καί ὁ ἅγιος παρακαλεῖ: «Νά φυλάξω
τήν πίστη μου σέ Σένα, νά εἶμαι μέσα Σου». Ὁμολογεῖ ὅτι τό μαρτύριο
τελικά, δέν εἶναι δικό μας κατόρθωμα, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Τό δίνει ὁ
Θεός σ’ αὐτούς, πού θέλουν νά μένουν πάντοτε «ἐν Αὐτῶ», δηλ. μέσα Του.
Τότε κι’ Ἐκεῖνος μᾶς ὁμολογεῖ ἐνώπιον τοῦ Πατρός Του, μένοντας μέσα μας.
Ἐνῶ ὁ δίκαιος προσευχόταν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, οἱ τύραννοι καί
οἱ ὑπηρέτες τους, σάν ἄγρια θηρία τόν ἅρπαξαν καί τόν ἔβαλαν στό φοβερό
ὄργανο τοῦ τροχοῦ. Καθώς ὁ μάρτυς κατακοπτόταν καί μάτωνε τή γῆ μέ τά
ἅγια αἵματά του ἔνοιωθε ὅτι δέν ὑπέφερε, ἔνοιωθε ὅτι ἤτανε ξαπλωμένος
ἐπί στοιβάδος, δηλαδή σ’ ἕνα μαλακό κρεββάτι.
–Γιατί ἄραγε;...
-Λέει ὁ Πασικράτης ὁ βιογράφος του πού εἶναι
καί ὑπηρέτης του. «Ἔρως γάρ ἀκραιφνής τε καί γνήσιος τῶν μέν ἔξωθεν
προσπιπτόντων ἀνιαρῶν πάντων καταφρονεῖ,» Γιατί εἶχε τόν θεῖο ἔρωτα ὁ
ἅγιος αὐτός, ὁ ἅγιος Γεώργιος, τόν ἀκραιφνῆ καί τόν γνήσιο. Ὅταν
ὑπάρχει αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας, τότε ὅσα ἀνιαρά, ὅσα ὁδυνηρά προσπίπτουν
στόν ἄνθρωπο, ὅλα τά καταφρονεῖ. «Πρός ἕν δέ τό ποθούμενον
ἐκβιάζεται». Τρέχει μόνον πρός τό ἕνα· σ’ αὐτό τό ἕνα συμμετέχει ὁ
ὅλος ἄνθρωπος καί ἀφοσιώνεται σ’ αὐτό τό ἕνα. Ὅταν αὐτό τό ἕνα εἶναι ὁ
Χριστός, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά κάνει τόν μάρτυρά Του νά πονέσει.
Αὐτό τό βλέπουμε στά μαρτύρια πολλῶν ἁγίων, πού ἐνῶ τούς κατακόβουν,
τούς κατακαῖνε, τούς βάζουν ἁλάτι στίς πληγές τους, τούς κάνουν
κομματάκια στήν κυριολεξία, ὅμως αὐτοί εἶναι σάν νά μήν αἰσθάνονται
τίποτα· γιατί ὁ νοῦς τους εἶναι στό Χριστό, προσηλωμένος στόν σταυρό
Του.
Ὁ θεῖος
ἔρωτας λοιπόν εἶναι αὐτό, πού τόν δυναμώνει. Αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι,
πού δυναμώνει κι’ ἐμᾶς στόν ἀγῶνα μας σήμερα, ὅπου πλέον δέν μᾶς
ζητιέται ἕνα τέτοιο μαρτύριο αἱματηρό- τουλάχιστον πρός τό παρόν. Μᾶς
ζητιέται ὅμως ἕνα μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, ἕνα μαρτύριο τῆς ὑπομονῆς,
ἕνα μαρτύριο τῆς σταθερότητας τῆς ὁμολογίας μας, ὅτι ναί, καί σήμερα
πιστεύουμε στό Χριστό. Δηλαδή μᾶς ζητιέται νά ὁμολογοῦμε κάθε στιγμή,
ὄχι ἁπλῶς, ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἀλλά ὅτι ἐμπιστευόμαστε τό Χριστό καί
Τόν παίρνουμε ὁδηγό στή ζωή μας. Μᾶς ζητιέται μιά ζωντανή, ἔμπρακτη
πίστη κατά τήν ὁποία, θά ἔχουμε τά προστάγματά Του κανόνα στή ζωή μας
καί θά ἀκολουθοῦμε μόνον αὐτά καί κανένα ἄλλον κανόνα, καμμία ἄλλη
«ὁδηγία»· κι’ ἄς εἶναι ὅλοι οἱ κανόνες τοῦ κόσμου ἀντίθετοι. Βέβαια αὐτό
κοστίζει, ἔχει εἰρωνεία, ἔχει πόνο, ἔχει θλίψη ἀπό τόν κοσμικό
περίγυρο, ἀλλά ὁ χριστιανός, πού ἔχει τό θεῖο ἔρωτα καί ἀπολαμβάνει τούς
καρπούς του δέν πονάει, δέν αἰσθάνεται τίποτα ἀπό αὐτά, δέν τά
λογιαριάζει. Θά λέγαμε, ὅτι τά θεωρεῖ σάν τά μπατσάκια, πού δίνουν
καμμιά φορά τά μωρά στούς μεγάλους καί μόνο θυμηδία προκαλοῦν. Ἔτσι
εἶναι γιά τόν χριστιανό, πού ἔχει τόν θεῖο ἔρωτα, ὅλες αὐτές οἱ κοσμικές
ἀντιδράσεις, φωνές, ἐπιπλήξεις, εἰρωνεῖες καί ὅλα αὐτά τά κοσμητικά
ἐπίθετα, πού προσάπτουνε οἱ ἄνθρωποι οἱ κοσμικοί, στούς χριστιανούς.
Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, πού κραταιώνει
τήν ψυχή τοῦ μάρτυρος, ἔρχεται καί ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά τόν ἐνισχύσει. «Φωνή
ἦλθε λέγουσα, ἀνδρίζου Γεώργιε καί ἀδίστακτος ἔσο, πολλοί γάρ
πιστεύσουσι διά σοῦ εἰς Ἐμέ.» Δηλ. «Κράτα ἀνδρικό τό φρόνημά σου
Γεώργιε καί μεῖνε ἀτάραχος, γιατί πολλοί θά πιστέψουνε διά μέσου ἐσοῦ σέ
Μένα». Ἄγγελος Κυρίου κατεβαίνει ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σκίζει τά δεσμά, τά
διαλύει καί βγάζει τόν μάρτυρα ἀπό τό θανατηγόρο ὄργανο τοῦ τροχοῦ. Τόν
σώζει καί τόν καθιστᾶ ὑγιῆ μέ θαυμαστό τρόπο. Δίνοντάς του ἕνα ἅγιο
φίλημα τοῦ λέγει: «Χαίροις ἀληθῶς ἐν Κυρίῳ Γεώργιε· μακάριος
εἶ ὄντως καί τρισμακάριος, ὅτι ὑπέρ τοῦ δόντος ἑαυτόν ὑπέρ σοῦ παρέδωκας
καί αὐτός σεαυτόν εἰς θάνατον». Τόν ἀσπάζεται ὁ ἅγιος ἄγγελος καί
τοῦ μιλάει μέ αὐτά τά λόγια: «Ἀληθινά νά χαίρεσαι ἅγιε Γεώργιε, γιατί
εἶσαι μακάριος καί τρισμακάριος. Καί τοῦτο διότι παρέδωσες τόν ἑαυτό σου
στό θάνατο, χάριν Αὐτοῦ, πού παρέδωσε τόν ἑαυτό Του στό θάνατο γιά
σένα». Καί συνέχισε: «Ἐνδυναμοῦ τοίνυν καί ἔτι μᾶλλον ἐν αὐτῷ τῷ
Κυρίῳ καί ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος Αὐτοῦ». Δηλ. «Δυναμώσου ἀκόμη
περισσότερο παραμένοντας μέ τόν Κύριο καί μετέχοντας στήν δύναμη καί
γεμάτη ἰσχύ χάρη Του». Διότι: «τῷ τῶν χαρίτων γάρ στεφάνῳ ὁ τῆς δόξης
σέ κατακοσμήσειε βασιλεύς, την ἀσέβειαν τροπωσάμενος».Δηλ.:«Πρόκειται
πολύ γρήγορα ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης νά σέ κατακοσμίσει μέ τόν στέφανον
τῶν χαρίτων Του, ἐνῶ συγχρόνως θά κατατροπώσει ὅλους τούς ἀσεβεῖς
τυράννους καί ἀντιπάλους Του».
Ἀκολουθοῦν πολλά ἄλλα μαρτύρια, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό
μαρτύριο, τοῦ νά τόν ρίξουν σ’ ἕναν λάκκο μέ ἀσβέστη. Συνάμα συμβαίνουν
καί πολλές μεταστροφές. Ὁ λαός βλέπει καί πιστεύει· ἀναγνωρίζει τή θεία
χάρη καί ἑλκύεται πρός τόν Χριστό. Πολλοί ἄνθρωποι πιστεύουν, ἀνάμεσά
τους καί ἡ ἴδια ἡ Βασίλισσα ἡ Ἀλεξάνδρα. Ὁ ἅγιος, ἐνῶ εἶναι μέσα σ’ αὐτό
τό φρικτό μαρτύριο, δέν ξεχνάει τούς ἄλλους. Λησμονεῖ τόν ἑαυτό του καί
κάνει κήρυγμα μετανοίας. Εἶναι συγκινητικό αὐτό. Ὁ χριστιανός ποτέ δέν
σκέφτεται τόν ἑαυτό του. Πάντα σκέφτεται τούς ἄλλους, τήν πρόοδο καί τή
σωτηρία τους . Ἀκόμη κι ἄν εἶναι στήν τελευταία, στήν ἔσχατη, στή
χειρότερη στιγμή τῆς ζωῆς του, ἐπιζητεῖ τό πνευματικό συμφέρον καί τήν
αἰώνια μακαριότητα τῶν ἀδελφῶν του. Τότε εἶναι, πού καί ὁ λόγος του
καρποφορεῖ. Αὐτό συμβαίνει μέ τόν ἅγιο Γεώργιο. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι
πιστεύουν στό Χριστό βλέποντας τό μαρτύριο του καί ἀκούγοντας τά λόγια
του.
Τέλος, κατ’
ἐντολή τῶν Βασιλέων, ὁ ἅγιος ἀποκόπτεται τήν τίμια του κεφαλή, ἀφοῦ
προηγουμένως προσεύχεται. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή καί ὥρα ἑβδόμη, 23η
τοῦ Μηνός Ἀπριλίου. Τό ἅγιο λείψανό του μετακομίζεται ἀπό τήν
Νικομήδεια στήν Διόσπολη τῆς Παλαιστίνης, στή σημερινή Λύδδα. Σήμερα,
ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ τάφος του.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος εἶναι πράγματι, ὅπως τό λέει καί τό ὄνομά του:
«Θεοῦ γεώργιον». Ἄφησε τόν Θεό νά τόν «γεωργήσει», δηλαδή νά τόν
καλλιεργήσει, νά τόν καθαρίσει, νά τοῦ ἐμβάλλει τά σπέρματα τοῦ λόγου
Του, τοῦ θείου λόγου Του. Πέτυχε ἔτσι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά
καρποφορήσει, ἑκατονταπλασίονα καρπό, τίς ἀρετές. Εἶναι πρότυπο γιά μᾶς,
αὐτός ὁ ἅγιος. Εἶναι ἀφορμή, ὑπενθύμιση, αὐτό μόνον τόν ὄνομα του:
«Γεώργιος». Εἶναι σάν νά μᾶς λέει μέ τό ὄνομά του: «Ἀφῆστε τόν Θεό νά
ὀργώσει τίς ψυχές σας, νά τίς γεωργήσει· ὥστε νά μπορέσει καί νά
σπείρει μέσα σας τά σπέρματα τοῦ λόγου Του. Φροντίστε νά τά κλείσετε
ἐκεῖ βαθειά στίς καρδιές σας, ὥστε νά καρποφορήσετε, ὅπως καρποφόρησα
καί ἐγώ: τίς ἀρετές, τήν ἁγιότητα καί τέλος τό μαρτύριο».
Ἄς τόν ἀκούσουμε...Ἄς ἀφήσουμε τόν Θεό διά
τῆς ζωντανῆς πίστεως, δηλ. διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, νά γεωργήσει
τίς ψυχές μας καί νά τίς σπείρει. Ἄς Τοῦ ἐπιτρέψουμε νά ὀργώσει τό
πατημένο χῶμα τῆς καρδιᾶς μας, μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἄς
μαλακώσουμε τό χῶμα μέ τό ἄροτρο τῆς κακοπάθειας, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι
Πατέρες. Ἄς τοῦ ἀνοίξουμε αὐλάκια, ὥστε νά μπεῖ βαθειά ὁ καλός σπόρος.
Ἄς ἀφανίσουμε τά ζιζάνια μέ τό δρεπάνι τῆς μετάνοιας, τῆς ἀνεπίστροφης
ἐκκοπῆς τῶν παθῶν, τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν μεριμνῶν καί τῆς ἀποφυγῆς τῶν
μάταιων ἡδονῶν. Ἄς διώξουμε κάθε φόβο καί δισταγμό, ὥστε νά πετύχουμε
ἕνα ὁλοκληρωτικό δόσιμο στό Χριστό καί στήν πνευματική ζωή. Ἄς
ἀποφασίσουμε νά εἴμαστε μέ τό Χριστό, ὅ,τι κι’ ἄν κοστίσει... Ἀκόμα κι’
ἄν κοστίσει τήν ἴδια μας τή ζωή. Δυστυχῶς ἀδελφοί μου, σήμερα ὑπάρχει
μιά ἐκκοσμίκευση...ὑπάρχει μιά διστακτικότητα στό νά πλησιάσουμε τόν
Χριστό. Λέμε στά παιδιά: «Πήγαινε στήν ἐκκλησία ἀλλά μήν πᾶς πολύ μέσα.
Πᾶν μέτρον ἄριστον. Μή σέ παρασύρουν οἱ παπάδες καί γίνεις καλόγερος ἤ
κανένας παπᾶς». Σάν νά εἶναι ὅ,τι χειρότερο, νά γίνει κανείς καλόγερος ἤ
παπᾶς. Αὐτόν ἀκριβῶς τόν συμβιβασμό, αὐτήν τήν σμίκρυνση, εἶναι, πού
δέν ἔκανε ὁ ἅγιος Γεώργιος. Αὐτή ἡ ἐκκοσμίκευση καί ἡ ραθυμία εἶναι, πού
ἐμποδίζει νά χαροῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι πού διώχνει τούς
ἀνθρώπους ἀπό τήν Ἐκκλησία: τό ὅτι πᾶμε χλιαρά, τό ὅτι πᾶμε μέ ποσοστά
στό Χριστό. Δέν δίνουμε 100% τή ζωή μας, τήν ψυχή μας, τά πάντα μας στόν
Χριστό. Οὐσιαστικά δέν πιστεύουμε, δηλαδή δέν ἐμπιστευόμαστε τόν
Χριστό, σάν ὁδηγό. Στή συνήθη πρακτική, Τόν ἐμπιστευόμαστε ἐν μέρει·
συνάμα δυστυχῶς, ἀκολουθοῦμε κι’ ἄλλους ὁδηγούς: τόν κόσμο, τήν
παιδεία, τήν πολιτική, τήν τηλεόραση κ.λ.π.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος μᾶς δείχνει τόν δρόμο:
Κανέναν ἄλλο ὁδηγό νά μήν ἀκολουθοῦμε παρά μόνον τό Χριστό. Ἐκεῖνος
νέος, παλλικάρι τοῦ Χριστοῦ, τά κατάφερε. Ἄν ἐκεῖνος κατάφερε ν’
ἀγαπήσει τό Χριστό ἐξ’ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας. Ἄν τό
κατάφερε τότε, σ’ ἐκείνη τήν τόσο δυσκολότερη ἀπό μᾶς
ἐποχή...αὐτό σημαίνει ὅτι καί οἱ σημερινοί νέοι μποροῦν νά τό
καταφέρουν. Τότε, στά χρόνια τοῦ ἁγίου, ὅπου βασίλευε ἡ εἰδωλολατρεία
καί ἡ δαιμονοθρησκεία, ἦταν πολύ πιό ἔκφυλη ἡ κοινωνία. Ἄν σ’ ἐκείνη
τήν φοβερή ἐποχή καί τό τόσο ἁμαρτωλό περιβάλλον, ἐκεῖνος ἔμεινε
ἁγνός...αὐτό σημαίνει ὅτι καί σήμερα μπορεῖ, ὁ ὁποιοσδήποτε νέος νά
μείνει ἁγνός, καθαρός καί παρθένος. Ἄν ἐκεῖνος ἔμεινε ταπεινός, μπορεῖ
καί ὁ σημερινός νέος νά μείνει ταπεινός ἀληθινά.
Ὁ ἅγιος, σ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου του
προσευχόταν. Δέν εἶναι τυχαῖο, οὔτε κάτι πού μποροῦμε νά τό
παραδράμουμε. Ὅταν κανείς πονάει, ὅταν κανείς ὑποφέρει, ὅταν κανείς ἔχει
ὅλο αὐτό τό συρφετό τῶν ἀθέων νά τόν κυνηγάει...δέν εἶναι καί τόσο
εὔκολο νά προσεύχεται. Ὁ ἅγιος ὅμως σίγουρα ἤξερε τήν τέχνη τοῦ πῶς νά
συμμαζεύει τόν νοῦ στήν καρδιά του καί νά τόν κατευθύνει στόν Θεό. Εἶχε
μάθει νά προσεύχεται διότι ἠσκεῖτο σ΄ αὐτό τό ἔργο, ὅλη τήν προηγούμενη
ζωή του. Δέν τά ἔχασε, δέν φοβήθηκε, δέν δείλιασε. Προσευχότανε
ἀδιάλειπτα ὁ ἅγιος, σ’ ὅλη του τή ζωή. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν
ἕνας ἡσυχαστής ἐν τῷ κόσμῳ. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε νά θεωρήσει τόν Θεό.
Αὐτοί οἱ ὁποῖοι προσεύχονται καρδιακά, συνεχῶς καί ἀδιάλειπτα, αὐτοί
περνᾶνε ἀπό τήν πράξη στήν θεωρία- ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Ἀποτέλεσμα τοῦ ὅλου ἀσκητικοῦ τους ἀγῶνα εἶναι ὅτι φθάνουνε μετά, ἄν
θέλει ὁ Θεός, καί στό μαρτύριο. Τό μαρτύριο εἶναι πράγματι ὁ καρπός τῆς
θεωρίας τοῦ Θεοῦ.
Τό παλλικάρι
τοῦ Χριστοῦ ἔδωσε τή ζωή του γιά τό Χριστό. Ἄν τότε, Ἐκεῖνος τό
κατάφερε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε καί ἐμεῖς τώρα. Βέβαια, δέν μᾶς
ζητεῖται σήμερα αἷμα, ἀλλά μᾶς ζητεῖται πνευματικό αἷμα. Μᾶς
ζητεῖται ὑπακοή καί ἄσκηση, πού εἶναι τά ἀπαραίτητα γιά τόν
ἁγιασμό μας. Ἄν δέν τά δώσει κανείς αὐτά, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό,
τουτέστιν δέν μπορεῖ νά πάει στήν Βασιλεία Του. «Δῶσε αἷμα καί λάβε
πνεῦμα».
Τό παλικάρι
τοῦ Χριστοῦ καταφρόνησε τόν πλοῦτο καί τή μάταιη δόξα, κατά τό: «πάντα
ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδίσω» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἄν
αὐτός τό μπόρεσε «τότε», τό μποροῦμε καί ἐμεῖς σήμερα. Χωρίστηκε χωρίς
δισταγμό ἀπό τήν ἀγάπη τῶν γονέων του, τῶν φίλων του προκειμένου νά
εἶναι μέ τόν Χριστό. Ἄν αὐτός τό κατάφερε «τότε», τό μποροῦμε κι’ ἐμεῖς
σήμερα. Πολλές φορές τό περιβάλλον εἶναι πολύ μεγάλο ἐμπόδιο στό νά
ἀκολουθήσει κανείς τό Χριστό. Σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι: «Ἄν τό κάνω αὐτό,
θά μέ βάλουν στό περιθώριο, οἱ δικοί μου... τό σπίτι μου..., ἡ
οἰκογένειά μου..., οἱ συγγενεῖς μου». Ἄς μή διστάσουμε νά μποῦμε στό
περιθώριο... Κι’ ὁ Χριστός μας στό περιθώριο ἦταν... καί ὁ ἅγιος Μάρτυς
δέν δίστασε· μπῆκε θά λέγαμε στό περιθώριο τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλά εἶναι
στό ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας 2.000 χρόνια τώρα.
Τό παλλικάρι τοῦ Χριστοῦ, μέ τό μαρτύριό του
φανερώνει καί κάτι ἄλλο: Μιά ἀπέραντη ἀγάπη πρός ὅλους, ἀκόμη καί πρός
τούς ἐχθρούς του... μιά ἀπέραντη φιλανθρωπία. Ἄν ἐκεῖνος τό μπόρεσε
«τότε», τό μποροῦμε κι’ ἐμεῖς σήμερα. Ἐμεῖς, πού τόσο δυσκολευόμαστε νά
συγχωρέσουμε, πού τόσο δυσκολευόμαστε νά ὑπομείνουμε τόν κακό λόγο, πού
θά μᾶς πεῖ ὁ ἄλλος. Πόσο δύσκολα βαστάζουμε τόν θυμό τοῦ ἄλλου, τήν
παρατήρηση, τόν ἔλεγχο, πού μπορεῖ νά εἶναι καί δίκαιος μερικές φορές. Ὁ
ἅγιος Γεώργιος ὑπέμεινε ὅλη αὐτήν τήν ἄδικη ταλαιπωρία, ὅλο αὐτό τό
μαρτύριο καί τέλος τόν θάνατο, χωρίς νά ἀντιπαθήσει τούς διῶκτες του,
χωρίς νά μισήσει κανέναν. Ἀντίθετα δέν ἔπαψε στιγμή νά τούς ἀγαπάει
ὅλους καί νά προσεύχεται γιά τή σωτηρία τους.
Τό παλλικάρι τοῦ Χριστοῦ ἔζησε μέ ἐγκράτεια
καί σωφροσύνη, μέ ἀνδρεία καί ἀκλινῆ, σταθερή ὁμολογία μπροστά στούς
ἄρχοντες τοῦ κόσμου, μπροστά στό κοσμικό status τῆς
ἐποχῆς του. Σίγουρα θά τόν πέρασαν γιά τρελό· ὅπως περνᾶνε καί σήμερα
γιά τρελούς τούς ἀληθινούς χριστιανούς. Γιά τόν κόσμο, γιά τήν κοσμική
ἀντίληψη καί χρησιμοθηρική λογική του, ὁ χριστιανός εἶναι ἕνας
παράξενος, ἀπροσάρμοστος τρελός. Ὅμως στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας
τίμιος, ἕνας πολύτιμος μαργαρίτης. Εἶναι ἕνας λίθος πολύτιμος στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις στό Χριστό καί στήν Βασιλεία Του, εἶναι
αὐτό, πού δίνει θάρρος στούς χριστιανούς. Αὐτά εἶναι πού ἔδωσαν θάρρος
καί στόν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε νά ὁμολογήσει καί νά μαρτυρήσει.
Ἄς τόν θαυμάσουμε λοιπόν, ὄχι μόνον θεωρητικά
ἀλλά καί πρακτικά. Ἄς τοῦ ὁμοιάσουμε, ἄς τόν δοξάσουμε, ἄς τόν
μιμηθοῦμε...Τότε πραγματικά τόν τιμᾶμε. Διότι «τιμή μάρτυρος, μίμησις
μάρτυρος». Τότε, θά συνειδητοποιήσουμε ὅτι πράγματι ὁ Θεός εἶναι
«θαυμαστός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ», θαυμαστός καί ἐν τῷ Ἁγίῳ Γεωργίῳ.
Οἱ ἅγιοι εἶναι τά πρότυπά μας. Εἶναι μάρτυρες
τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀποδεικνύουν μέ τήν ζωή καί τό θάνατό
τους ὅτι εἶναι κατορθωτή ἡ ἁγιότητα· ὅτι ἡ ἕνωση μέ τό Θεό εἶναι
πραγματική χάρις στήν μετοχή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας. Γι’ αὐτό, ὅπου εἶναι ἕνας
ἅγιος, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Χριστός. Ὅπου εἶναι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὅπου εἶναι
ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπου εἶναι ἡ
Παναγία μας, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Χριστός.
Ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος μαρτυρεῖ, δίνει
μαρτυρία γιά τό Θεό, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι ἐνεργεῖ, ὅτι μισθαποδότης
γίνεται, ὅτι εἶναι φίλος μας, ὅτι εἶναι ἀδελφός μας, ὅτι μᾶς
συμπαρίσταται καί μᾶς ἀγαπάει. Μαρτυρεῖ ὅτι ὅλοι μποροῦμε, ἀνεξάρτητα
ἀπό τήν ἡλικία, ἀπό τό ἐπάγγελμα ἀπό τήν κοινωνική θέση μας, ἀπό τήν
κατάσταση τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντός μας, νά γίνουμε ἅγιοι. Ὁ ἅγιος
Γεώργιος δέν ἤτανε μοναχός, οὔτε ἱερέας, οὔτε ἐπίσκοπος. Ἦταν
στρατιωτικός, κοσμικός θά λέγαμε, ἐπαγγελματίας. Καί ὅμως αὐτό δέν τόν
ἐμπόδισε νά γίνει ἅγιος.
Ἄν τότε ἐκεῖνος τό κατόρθωσε μποροῦμε κι
ἐμεῖς σήμερα. Ἀνεξάρτητα ἐπαγγέλματος, ἀνεξάρτητα καταγωγῆς, ἀνεξάρτητα
περιουσιακῆς κατάστασης, μποροῦμε κι ἐμεῖς καί πρέπει νά ἁγιάσουμε, νά
σωθοῦμε. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἰσχύει πάντοτε καί λέει: «ἅγιοι γίνεσθε».
Εἶναι ἐντολή Του νά γινόμασθε ἅγιοι, νά προχωρᾶμε συνεχῶς ἀπό ἁγιασμό,
σέ μεγαλύτερο ἁγιασμό. Δέν πρέπει νά σταματάει ὁ χριστιανός νά
ἁγιάζεται· δέν πρέπει νά μένει ἱκανοποιημένος, ἐκεῖ πού εἶναι καί νά
λέει: «ἐντάξει, φτάνει ὡς ἐδῶ». Ἄν τό πεῖ αὐτό ζημιώνεται πάρα πολύ, καί
ἄν δέν μετανοήσει ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια. Ἡ ἁγιότητα, τό σωστό, τό
χριστιανικό, εἶναι αὐτό, πού λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Νά μήν σταματᾶς νά
ἀνεβαίνεις, νά μήν σταματᾶς νά προχωρᾶς πρός τά ἄνω».
Ἄς ἀγαπήσουμε τόν ἅγιο Θεό καί τόν Ἅγιό Του,
τόν ἅγιο Γεώργιο· ἄς τόν ἀγαπήσουμε μέχρι θανάτου. Ἄν χρειαστεῖ, ἄς
πεθάνουμε γιά τόν Χριστό, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γεώργιος. Τότε εἶναι ἡ ἀγάπη
ὁλοκληρωμένη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, εἶναι
κορυφαῖοι ἅγιοι στήν Ἐκκλησία μας. Μετά ἀπό αὐτούς ἔχουμε τούς
ὁμολογητές, ἔχουμε δηλαδή αὐτούς τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν, ἀλλά
δέν ἔφθασαν μέχρι τόν θάνατο γιά τό Χριστό. Κατόπιν ἔχουμε τούς ὁσίους
καί ὅλους τούς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες εἶναι στήν κορυφή τῆς ἁγιότητας
διότι τότε ὁλοκληρώνεται ἡ προσφορά τοῦ ἀνθρώπου στό Χριστό ὅταν δώσει
ὅλη τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, καί γίνει μάρτυρας.
Σήμερα λοιπόν κι ἐμεῖς, θά πρέπει, ἄν
χρειαστεῖ νά εἴμαστε ἕτοιμοι, νά δώσουμε καί τή ζωή μας γιά τόν Κύριο.
Ἀλλά ἄν δέν χρειαστεῖ αὐτό, ἄν δέν μᾶς ζητηθεῖ νά πεθάνουμε σωματικά,
τουλάχιστον θά πρέπει νά πεθάνουμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, ὡς πρός
τόν κόσμο, ὡς πρός τόν διάβολο.
Ἄς πάψουμε νά ζοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας, γιά τά
πάθη μας, γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐγωιστικῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἄς ζοῦμε
ὡς «νεκροί ἐν τῷ κόσμῳ, τήν νέκρωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ
σώματι ἡμῶν περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν
φανερωθῇ». Ἄς πεθάνουμε ὡς πρός τό φρόνημα τό μάταιο, τό γεμᾶτο οἴηση
πού μᾶς ψιθυρίζει, ὅτι: «ἐπιτέλους κάτι εἴμαστε κι’ ἐμεῖς». Ἄς
παραδεχθοῦμε ὅτι: «τίποτα δέν εἴμαστε» Ἄς μαρτυρήσουμε μέ τό ἀναίμακτο
μαρτύριο τῆς ὑπακοῆς, κόβοντας τό θέλημά μας τό μικρό ἤ τό μεγάλο, στόν
πνευματικό μας πατέρα, ἀλλά καί στόν ὁποιοδήποτε ἀδελφό μας- ἐκτός
ἀμαρτίας φυσικά- μιμούμενοι τόν Χριστό μας καί τόν ἅγιο Γεώργιο. Ἄς
υἱοθετήσουμε τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως καί ἄς βαστάσουμε τό χρηστό
ζυγό τοῦ Κυρίου, τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου ὀνόματός Του, ὅπως τό
ἔκανε καί ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος. Ἄς δοθοῦμε μέ ὅλη μας
τήν ὕπαρξη καί τήν δύναμη στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ἔτσι ὥστε
νά δοξάζεται ὁ Θεός, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων κι’
ἐμεῖς νά δοξάζουμε αἰώνια μαζί μέ τόν ἅγιο Γεώργιο τόν Ἅγιο Θεό στή
Βασιλεία Του. Ἀμήν.