* * * * *
(«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι
αὐτοὶ παρακληθήσονται», Ματθ. ε΄ 4).
* * * * *
Καί μόνο στό ἄκουσμα τῆς λέξης πένθος
ὁ ἄνθρωπος, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι καί σήμερα, αἰσθάνεται μία ἀποστροφή καί προσπαθεῖ νά ἀποφύγει καί νά ἀπαλλαγεῖ,
ὅσο γίνεται πιό σύντομα, ἀπ’ αὐτή τή δυσάρεστη κατάσταση.
Ὅμως τί σημαίνει ἡ λέξη «πένθος»;
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τά λεξικά «πένθος
(τό)» εἶναι: «Βαθιά θλίψη, μεγάλη
ψυχική ὀδύνη λόγῳ δυστυχίας ἤ συμφορᾶς καί κυρίως ἐξαιτίας τοῦ θανάτου
συγγενικοῦ, προσφιλοῦς προσώπου…».[1] Καί ἐτυμολογικά προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «πάσχω».
Αὐτή
τήν τόσο ἔντονα φορτισμένη, ἀπό συναισθήματα, λέξη ἐπέλεξε νά χρησιμοποιήσει ὁ
Κύριός μας στόν δεύτερο Μακαρισμό, στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του. Καί αὐτούς,
πού βιώνουν τό πένθος, σάν μία συνεχής κατάσταση στή ζωή τους, δηλ. τούς «πενθούντας», μακάρισε καί τούς ὑποσχέθηκε τήν «παράκληση», δηλ. τήν ἐνίσχυση
καί ἀνακούφισή τους. Δέν εἶναι πιστεύουμε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ὁ Μακαρισμός
αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος μετά ἀπό τόν Μακαρισμό στούς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», δηλ. τούς ταπεινούς («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεῖα τῶν οὐρανῶν»[2]). Γιατί ἄμεση
συνέπεια τῆς ταπείνωσης καί τῆς συναίσθησης τῆς ἁμαρτωλότητας εἶναι τό πένθος.
Ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναλύοντας τό «Μακάριοι
οἱ πενθοῦντες…», λέγει σχετικά: «Καὶ ἐνταύθα δὲ πάλιν οὐχ ἁπλῶς τοὺς πενθούντας
τέθεικεν, ἀλλὰ τοὺς ὑπὲρ ἁμαρτημάτων τοῦτο ποιοῦντας∙ ὡς τό γε ἕτερον καὶ
σφόδρά ἐστι κεκωλυμένον, τὸ ἐπί τινι τῶν βιωτικῶν θρηνείν. Ὅπερ οὖν καὶ ὁ
Παῦλος ἐδήλου λέγων, ὅτι “ἡ μὲν τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται, ἡ δὲ κατὰ
Θεὸν μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται”[3]».[4] (Δηλ.: «Καί στό
σημεῖο αὐτό δέν ἐννοεῖ γενικά τούς ἀνθρώπους πού πενθοῦν, ἀλλά ἐκείνους πού
πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους∙ γιατί
τό ἄλλο εἶναι ἐντελῶς ἀπαγορευμένο, δηλαδή τό νά θρηνεῖ κανείς γιά κάτι κοσμικό.
Αὐτό δίδασκε καί ὁ Παῦλος, ὅταν ἔλεγε ὅτι: “Ἡ λύπη πού προκαλεῖ ὁ κόσμος μέ τήν
ἁμαρτία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τόν πνευμαμικό θάνατο, ἐνῶ ἡ κατά Θεόν λύπη
κατεργάζεται τήν εἰλικρινή μετάνοια, γιά τήν ὁποίαν ποτέ δέν θά μεταμεληθεῖ ὁ
λυπούμενος καί ἡ ὁποία φέρνει τή σωτηρία”».
Πένθος,
λοιπόν, γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά τίς λαθεμένες ἐπιλογές μας στή πνευματική
ζωή. Συνειδητό πένθος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπογύμνωσης τοῦ προσώπου μας
ἀπό τή μάσκα τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὅταν πενθοῦμε διότι χάσαμε κάποιο
ἀγαπημένο μας πρόσωπο ἤ διότι περνᾶμε κάποια προσωπική τραυματική ἐμπειρία, ἡ
φορτισμένη ψυχολογικά κατάσταση πού βιώνουμε δέν εἶναι δική μας ἐπιλογή.
Πενθοῦμε γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά. Καί τίς περισσότερες φορές
ὁ χρόνος ἐπουλώνει τίς πληγές μας καί ἀργά ἤ γρήγορα ξεπερνᾶμε τό πένθος καί
«συνεχίζουμε τή ζωή μας», ὅπως χαρακτηριστικά λέγεται.
Αὐτοί πού συνειδητά καί μέ ἐπίγνωση πενθοῦν καί νοιώθουν τίς ἁμαρτίες
τους σάν βαρίδια, πού τούς κρατοῦν καθηλωμένους στή γῆ καί δέν τούς ἀφήνουν νά
ἀνέβουν πνευματικά, αὐτοί πού μετανοοῦν
καί
ταπεινώνονται θά παρακληθοῦν («παρακληθήσονται»).
Ἡ μετάνοια, ἡ ἀληθινή μετάνοια, εἶναι ἡ μητέρα τῆς ταπείνωσης καί τοῦ πένθους.
Καί τό πένθος δέν μπορεῖ νά εἶναι στιγμιαῖο ἤ ἔστω κάποιας σύντομης διάρκειας.
Γιά νά εἶναι ὄντως κατά Θεόν πένθος πρέπει νά εἶναι συνεχές («πενθοῦντες»). Ἡ συνέχεια καί ἡ
εἰλικρίνεια τοῦ πένθους θά φέρει τήν ποθητή παράκληση, σάν βάλσαμο καί
παρηγοριά στήν ψυχή τοῦ πενθοῦντος. Ἄλλωστε, ὁ Κύριος «δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ», ἀλλά τή σωτηρία του.
Στήν
ἐποχή μας, πού ἔχει γίνει καθημερινή μας ἀνάγκη καί στόχος ἡ κατάκτηση τῆς
πλήρους «εὐτυχίας» καί «εὐχαρίστησης» καί ὁ ἐξοβελισμός κάθε μορφῆς λύπης καί,
εἰδικά πένθους, ὁ μακαρισμός αὐτός τοῦ Κυρίου ἀκούγεται παράξενος καί ἴσως
λίγο ἀποκρουστικός. Γιατί θά πρέπει ἄραγε νά πενθοῦμε; Δέν εἶναι πολύ καλλίτερα
γιά τόν ἄνθρωπο νά ξεχνᾶ ὅλες τίς στεναχώριες του καί νά «ξεδίνει»; Ἄλλωστε, «μόνο μία ζωή τήν ἔχουμε»!
Καί δέν
μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού δέν πιστεύουν, μιλᾶμε γιά ὅσους λέμε ὅτι εἴμαστε
χριστιανοί. Πόσοι ἀλήθεια ἀπό ἐμᾶς, ἐξομολογούμαστε τίς ἁμαρτίες μας κι ἀμέσως
μετά, ἤ ἔστω σέ λίγο καιρό, τίς λησμονᾶμε; Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι! Καί δέν
ἐννοοῦμε ὅτι δέν συγχωρέθηκαν∙ πραγματικά
συγχωρέθηκαν καί διαγράφηκαν, ὅταν εἰλικρινά ἔχουμε μετανοήσει γι’ αὐτές. Ὅμως ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀφήνει
στήν ψυχή μας τίς οὐλές ἀπό τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι ὥστε, νά μᾶς θυμίζουν
τίς πτώσεις μας γιά νά μήν ξανασυμβοῦν. Ἐμεῖς ὅμως ξεχνᾶμε γρήγορα καί μάλιστα
προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε γρήγορα. Ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Ἅγιος
Μάρκος ὁ ἀσκητής: «Τελείου γὰρ ἀνδρός
ἐστι ἀληθάργητον εἶναι ἐν τοῖς ἰδίοις ἠττήμασιν»,[5]
δηλ.: «Εἶναι γνώρισμα τοῦ τέλειου ἀνθρώπου τό νά μή λησμονεῖ τά ἁμαρτήματά
του».
Ὅσοι
ἀπό ἐμᾶς προσπαθοῦμε, συνειδητά ἤ ὑποσυνείδητα, νά ξεχάσουμε τίς ἁμαρτίες μας,
τά πάθη μας καί γενικά ὅλα ὅσα μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τή Ζωή, δηλ. ἀπ’ τό Χριστό
(«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή»[6] μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος), δυστυχῶς εἴμαστε ἄγευστοι τῆς πραγματικῆς χαρᾶς, πού μόνο
Αὐτός μᾶς δίνει («ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν
Ἐμὴν πεπληρωμένην…»[7]), ὅταν ἔρχεται καί μᾶς
παρηγορεῖ καί μεταμορφώνει τό πένθος καί τή λύπη σέ χαρμολύπη, σέ μιά κατάσταση δηλ. χαρᾶς καί παρακλήσεως, στήν ὁποία
ὅμως συνυπάρχει καί ἡ μνήμη τῆς λύπης. Ἡ μνήμη αὐτή γιά ἕναν πραγματικά
μετανοιωμένο καί ταπεινωμένο πιστό εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε νά μήν ξεχάσει ποτέ
τή λύπη πού αὐτός προξένησε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη του στόν φύλακα Ἄγγελό
του, στούς Ἁγίους, στή Μητέρα μας Παναγιά καί προπάντων στόν Ἴδιο τόν Χριστό.
Σ’ Αὐτόν, πού μέ τήν ἑκούσια θυσία Του, ἐάν καί ἀναμάρτητος, σήκωσε ἐπάνω Του
ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
«Τό
κατά Θεόν πένθος», κατά τόν Ἅγιο
Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, «εἶναι ἡ
σκυθρωπότης τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δέν παύει νά
ζητῆ μέ πάθος ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καί ὅσο δέν τό κατορθώνει,
τόσο περισότερο κοπιάζει καί τό κυνηγᾶ καί τρέχει πίσω του μέ ὀδυνηρό κλάμα» («Πένθος κατὰ Θεόν ἐστι, σκυθρωπότης ψυχῆς,
ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις, ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανὼς ζητοῦσα, καὶ ἐν τῇ τούτου
ἀποτυχία ἐμπόνως καταδιώκουσα, καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρὼς ὀλολύζουσα»[8]).
Ἐδῶ
ὅμως θά πρέπει νά κάνουμε μιά διευκρίνηση. Ἄλλο πένθος καί ἄλλο ἀπογοήτευση καί
στεναχώρια καί ἀπελπισία. Τό κατά Θεόν πένθος ἔχει ἀδελφή τήν ἐλπίδα καί κόρη
τήν παρηγοριά. Ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση γεννᾶ τήν ἀπιστία καί ἀπομακρύνει
τή Χάρη καί τή βοήθεια-«παράκληση»
τοῦ Θεοῦ. Ἡ δέ στεναχώρια, ἡ ὁποία σημαίνει «στενός χῶρος», εἶναι μιά μορφή
ὀλιγοπιστίας. Μέ αὐτή κλείνουμε τή ψυχή μας μέσα στό στενό χῶρο τοῦ ἐγωιστικοῦ
ἑαυτοῦ μας καί δέν τήν ἀφήνουμε νά παραδοθεῖ ἄνευ ὅρων στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τό
ἀληθινό πένθος εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο γιά νά τοῦ θυμίζει τήν
ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο καί νά τοῦ ἀνάβει τόν πόθο τῆς ἐπιστροφῆς στήν
ποθεινή Πατρίδα, γιατί δεν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».[9] Εἶναι τελικά τό ἀληθινό πένθος χαρά καί παράκληση,
ἀνακούφιση, ἐλευθερία καί ἀνάπαυση, γιατί μᾶς ὁδηγεῖ στό Χριστό. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»[10] μᾶς προτρέπει ὁ
Δεσπότης Χριστός.
Εἴθε
λοιπόν νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νά ἐνδυθοῦμε τό σωτήριο πένθος καί νά
ἀποκτήσουμε τήν γλυκιά Του παράκληση. Ἄλλωστε, δέν πρέπει ποτέ νά λησμονᾶμε τά
παρηγορητικά, ἀλλά ταυτόχρονα ἐμψυχωτικά καί νικητήρια, λόγια Του:
[1] Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», ἐκδ.
Κέντρου Λεξικογραφίας, Ἀθήνα 1998, σελ. 1383α).
[2]
Ματθ. ε΄ 3
[3] Τό χωρίο ἔχει ὡς ἑξῆς: «ἡ
γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται∙ ἡ δὲ τοῦ
κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 10).
[4] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
«Εἰς Ματθαῖον, Ὁμιλία ΙΕ΄, 2», PG 57, 225∙ ΕΠΕ 9, 470.
[5] Μοναχοῦ Παϊσίου Καρεώτου, «Ἁγίου
Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ, “Περὶ τῶν ἀκουσίων
θλίψεων”», ἐκδ. Ἱ. Κελλίου Ἁγ.
Ἀρχαγγέλων, Ἅγιον Ὄρος 2006, σελ. 100.
[6] Ἰωάν. ια΄ 2.
[7] Ἰωάν. ιζ΄ 13
[8] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Κλῖμαξ», Λόγος ζ΄, Περὶ χαροποιοῦ πένθους, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
1978, σελ. 140
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου