Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εξασκούσε το επάγγελμα του τελώνη. Ο Χριστός τον βρήκε να κάθεται στο τελωνείο και τον κάλεσε να γίνη μαθητής Του. Ο Λευΐς, αυτό ήταν το αρχικό του όνομα, τον ακολούθησε και στην συνέχεια, για να πανηγυρίση το γεγονός της κλήσεώς του στο αποστολικό αξίωμα, παρέθεσε τράπεζα προς τιμήν του Χριστού, στην οποία παρακάθησαν πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον φθόνο των Φαρισαίων και αγανακτισμένοι ρώτησαν τους Αποστόλους, γιατί ο Διδάσκαλός τους τρώει και πίνει με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς. Την απάντηση τους την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντάς τους ότι δεν έχουν ανάγκη γιατρού οι υγείς, αλλά οι άρρωστοι και ότι ήλθε να καλέση σε μετάνοια τους αμαρτωλούς και όχι τους δικαίους. Φυσικά οι Φαρισσαίοι δεν ήσαν δίκαιοι, αλλά υποκριτές. Θεωρούσαν όμως τον εαυτό τους δίκαιο και τους άλλους αμαρτωλούς.
Μετά την Πεντηκοστή ο Ευαγγελιστής Ματθαίος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία και ετελειώθη δια μαρτυρικού θανάτου, αφού μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έκαψαν. Πριν τον μαρτυρικό θάνατό του κατάφερε να μεταστρέψη πολλούς στην πίστη του Χριστού με την αγία ζωή του και τα θαύματα τα οποία επετέλεσε. Αλλά και μετά το μαρτυρικό του τέλος το άγιο λείψανό του θαυματουργούσε και μετέστρεψε στην αληθινή πίστη τον βασιλέα των Αιθιόπων, ο οποίος στην συνέχεια έγινε Επίσκοπος. Έγραψε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, στην εβραϊκή γλώσσα, για τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης, οι οποίοι εδιώκοντο (ιερός Χρυσόστομος).
Ο βίος και η πολιτεία του Ευαγγελιστού Ματθαίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, όπως είδαμε, ήταν τελώνης και οι τελώνες την εποχή εκείνη εθεωρούντο αμαρτωλοί. Η εργασία τους ήταν να εισπράττουν τους φόρους από τον λαό και φαίνεται ότι κάποιοι από αυτούς έκαναν κατάχρηση εξουσίας. Είναι γνωστή η περίπτωση του τελώνη Ζακχαίου, που φιλοξένησε στο σπίτι του τον Χριστό. Αυτός μετενόησε ειλικρινά και θέλοντας να δείξη έμπρακτα την μετάνοιά του υποσχέθηκε δημοσίως ότι θα μοιράση τα μισά από τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και ότι θα αποδώση στο τετραπλάσιο όλα όσα χρωστάει σε εκείνους, τους οποίους συκοφάντησε. Ο Χριστός δεν αποστρεφόταν τους αμαρτωλούς. Άλλωστε γι’ αυτό ενηνθρώπησε, για να τους οδηγήση στην μετάνοια και την σωτηρία.
Ο Ματθαίος ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος, αγαπούσε τον Χριστό και ήθελε να γίνη μαθητής του. Ήταν έτοιμος να τον ακολουθήση, γι’ αυτό μόλις έλαβε την πρόσκληση από τον Χριστό ανταποκρίθηκε αμέσως. Όσοι έχουν αγαθή προαίρεση, αργά ή γρήγορα βρίσκουν τον δρόμο τους, επειδή το έλεος του Θεού δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο, αλλά “τόν καταδιώκει πάσας τας ημέρας της ζωής του”. Άλλωστε το πρώτο κήρυγμα του Χριστού ήταν κήρυγμα μετανοίας. Και τόνισε ότι οι τελώνες και οι πόρνες μας προάγουν στην βασιλεία του Θεού. “Και προαρπάζουσιν αυτήν (τήν βασιλεία του Θεού) Φαρισσαίοι και τελώναι και μοιχοί μεταποιούμενοι” (Μέγας Κανών). Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να κατακρίνουμε κανένα, παρά μόνον τον εαυτό μας.
Δεύτερον. Η μετάνοια για να έχη ουσιαστικά αποτελέσματα πρέπει να είναι ειλικρινής και να συνδέεται με την εξομολόγηση των αμαρτιών ενώπιον του Πνευματικού, όπως και η εξομολόγηση για να είναι αληθινή και να οδηγή στην σωτηρία πρέπει να προϋποθέτη ειλικρινή μετάνοια. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που κατά κάποιο τρόπο μετανοούν για τις αμαρτίες τους, αλλά δεν τις εξομολογούνται στον Πνευματικό. Όπως υπάρχουν και εκείνοι που εξομολογούνται χωρίς να μετανοούν ειλικρινά, αλλά από συνήθεια, για να κοινωνήσουν τις μεγάλες γιορτές. Όποιος μετανοεί ειλικρινά, εξομολογείται τις αμαρτίες του ενώπιον του Πνευματικού και λαμβάνει την άφεση των αμαρτιών του από τον Χριστό. Γιατί τις αμαρτίες δεν τις συγχωρεί ο Ιερεύς, αλλά ο Χριστός δια του Ιερέως. Η εξομολόγηση είναι μυστήριο και η Χάρις του Θεού φωτίζει τον Πνευματικό, ανάλογα με την δεκτικότητά του, αλλά ανάλογα και με την διάθεση που έχει ο εξομολογούμενος να εφαρμόση όσα θα ακούση και να αγωνισθή να μεταμορφώση τα πάθη του, τα οποία γίνονται αιτία της αμαρτίας. Σκοπός της ζωής του άνθρώπου είναι να λάβη το Άγιον Πνεύμα (άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ) και αυτό θα γίνη αν προηγηθή θεραπεία του ανθρώπου, ήτοι κάθαρση από τα πάθη. Γι’ αυτό και ο Πνευματικός έχει χρέος να βοηθά τον άνθρωπο να μεταμορφώση τα πάθη του.
Τις μεγάλες γιορτές του έτους, δηλαδή τρεις ή τέσσερεις φορές τον χρόνο, προσέρχονται πολλοί άνθρωποι να κοινωνήσουν και μερικοί από αυτούς το θεωρούν ανάγκη να εξομολογηθούν. Κάτι σαν έθιμο δηλαδή. Πηγαίνουν στον Πνευματικό και λένε συνήθως, δεν έχω τίποτε, διάβασέ μου την ευχή να κοινωνήσω. Κι’ αν τους πιέσης λίγο λένε "δέν έχω και τίποτα σπουδαίο, δεν σκότωσα, δεν έκλεψα κ.λ.π., τί να πώ, σαν άνθρωποι αμαρτάνουμε". Αυτό δεν είναι μετάνοια, αλλά ούτε και εξομολόγηση. Όποιος μετανοεί ειλικρινά, επιθυμεί να αλλάξη ζωή και δεν διακαιολογεί τον εαυτό του, αλλά αποδύεται σε μια κοπιώδη προσπάθεια, με την καθοδήγηση του Πνευματικού, να καθαρισθή από τα πάθη. Και κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων, όποτε κρίνει ο Πνευματικός και όχι όποτε κρίνει ο ίδιος. Η συχνή θεία Κοινωνία, με την ευλογία πάντοτε του Πνευματικού, στηρίζει τον άνθρωπο και τον προφυλάσσει από την μανία του διαβόλου. “...ίνα μη επί πολύ αφιστάμενος της κοινωνίας σου, θηριάλωτος υπό του νοητού λύκου γένωμαι”.
Υπάρχει δυστυχώς μία σύγχυση γύρω από τα θέματα αυτά. Με τα λίγα αυτά που τηλεγραφικά αναφέραμε, θέλουμε να δώσουμε αφορμή στους σοφούς να γίνουν σοφότεροι. Πάντως ένα πράγμα είναι σίγουρο. Ότι πνευματική ζωή χωρίς Πνευματικό οδηγό δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου