Από το χωριό Συκές, της επαρχίας των παλαιών Χύτρων, της σημερινής σκλαβωμένης Κυθρέας της Κύπρου, καταγόταν ο σήμερα εορταζόμενος Άγιος Δημητριανός. Οι γονείς του ενάρετοι και ευσεβείς. Ο πατέρας του ιερέας του χωριού είχε μια επίσης ισάξια του φιλόθεη πρεσβυτέρα. Και οι δύο φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή του Δημητριανού. Όταν έφθασε στην ηλικία των 15 ετών για να τον διαφυλάξουν από τους κινδύνους που απειλούν την ατίθαση νεότητα τον πάντρεψαν με μια συνομήλικη του που είχε το ανάλογο ήθος με αυτόν. Ο Θεός όμως άλλα σκεφτόταν για τον Δημητριανό. Για άλλα τον προόριζε. Μέσα σε τρείς μήνες η νεαρή σύζυγος πέθανε. Κατά την σύντομη ζωή τους οι δύο σύζυγοι με τη δύναμη της χάριτος του Θεού παρέμειναν παρθένοι.
Μετά την κοίμηση της συζύγου του ο Δημητριανός αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό διαπιστώνοντας το άστατο της ζωής του ανθρώπου, που μοιάζει με ένα όνειρο. Αποχαιρέτισε τους γονείς και όλα τα εγκόσμια και πήγε στην Μονή του Αγίου Αντωνίου που βρισκόταν κοντά στους Χύτρους. Εκεί συνέχισε με πιο έντονο τρόπο αυτά που ασκούσε και στην κοσμική ζωή του δηλ. τους κόπους, τις νηστείες, τις αγρυπνίες και όλη την άλλη φιλοπονία και κακοπάθεια προσπαθώντας να μιμηθεί στην αρετή και τη φιλοθεΐα τους μοναχούς της Μονής. Οι Πατέρες βλέποντας το αγωνιστικό του φρόνημα τον συμβούλευσαν να δεχθεί το αγγελικό σχήμα των μοναχών ώστε δεχόμενος από αυτό τη χάρη και το φωτισμό να ανέβη σε ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής. Δέχθηκε ταπεινά τις συμβουλές τους και περιβλήθηκε το ταπεινό αλλά ουράνιο σχήμα των μοναχών και έκανε τον εαυτό του κατοικία του Αγίου Πνεύματος με αποτέλεσμα να φθάσει πολύ γρήγορα στην απάθεια. Επιμελήθηκε πολύ την κατάνυξη ώστε του δωρίθηκε το χάρισμα των συνεχών δακρύων και της αέναης προσευχής διατηρώντας το ταπεινό φρόνημα. Με την αδιάλειπτη προσευχή αξιώθηκε να φθάσει στη θεωρία του Θεού και να απολαύσει αποκαλύψεις θείων μυστηρίων. Γι’ αυτό προτιμούσε κατά καιρούς να απομακρύνεται από την Μονή σε ήσυχους και απόμερους τόπους κινούμενος από υπερβολική αγάπη, κατασιγάζοντας την εσωτερική φλόγα της επιθυμίας του Θεού. Ο Θεός τον γέμισε με άφθονα χαρίσματα λόγω της ταπεινώσεως του και τον στόλισε με το χάρισμα των ιάσεων ποικίλων ασθενειών που απομακρύνονταν μόνο με το λόγο του. Έγινε η παρηγοριά όχι μόνο των μοναχών αλλά και πλήθους λαϊκών τους οποίους ωφελούσε με τη διδασκαλία του. Πρώτα θεράπευε και απάλλασσε από τα ψυχικά πάθη όσους τον πλησίαζαν και μετά τους θεράπευε τα σωματικά.
Η φήμη της οσιακής ζωής του Αγίου Δημητριανού έφθασε στον Επίσκοπο Χύτρων Ευστάθιο ο οποίος μετά από αρκετές παρακλήσεις τον έπεισε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Τον έκανε δε οικονόμο και διαχειριστή όλων των υποθέσεων της μητροπόλεως του. Παρά τα μεγάλα καθήκοντα που το επιβάρυναν ο Άγιος Δημητριανός τηρούσε τον μοναχικό κανόνα της ασκήσεως του με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τους κόπους με τους οποίους διατηρούσε και ηύξανε τις αρετές του πολεμώντας την νωθρότητα και αμέλεια. Ταυτόχρονα ήταν «ευπρόσιτος, γαλήνιος, πράος, ήσυχος, μετρημένος, συμπαθής», όπως γράφεται στο βίο του και ασκούσε ένα μεγάλο φιλανθρωπικό έργο συνεχίζοντας να ευεργετεί με το χάρισμα των ιαμάτων όλους τους πάσχοντες.
Μετά από πολλά χρόνια διακονίας στη θέση του οικονόμου παρακάλεσε τον Επίσκοπο να τον απαλλάξει από τα καθήκοντα του ποθώντας να γυρίσει στην αγαπημένη του ησυχία. Γύρισε στη μονή της μετανοίας του αλλά εκεί τον περίμενε άλλη φροντίδα μεγαλύτερη από αυτή που είχε στον κόσμο. Οι αδελφοί του μοναχοί τον παρακάλεσαν και τον έπεισαν να αναλάβει την ηγουμενία της Μονής. Ο Θεός όμως τον προετοίμαζε για ανώτερα αξιώματα. Μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου εξελέγη ο Χύτρων Ευστάθιος ως διάδοχος του. Αμέσως φρόντισε να βρει άξιο ποιμένα και διδάσκαλο για αντικαταστάτη του. Σκέφτηκε αμέσως τον Άγιο Δημητριανό του οποίου γνώριζε το βίο και τα χαρίσματα. Ο Άγιος έλαβε από το Θεό την πληροφορία για τα σχέδια του Αρχιεπισκόπου και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και έψαχνε για κρυψώνα για να αποφύγει την αρχιεροσύνη. Κατέφυγε μετά την υπόδειξη ενός φίλου του σε ένα άγνωστο και αθέατο μικρό σπήλαιο σε μια δύσβατη περιοχή. Ο Κύριος όμως που ήθελε να τοποθετηθεί ο «λύχνος επί την λυχνίαν» τον φανέρωσε σ’ αυτούς που έψαχναν να τον βρουν. Ο Άγιος δέχθηκε με ταπείνωση το θέλημα του Θεού και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χύτρων χαροποιώντας το ποίμνιο του που τον γνώριζε από την προηγούμενη του διακονία.
Ως επίσκοπος δεν παραμελούσε τα μοναχικά του καθήκοντα παράλληλα με την άσκηση των ποιμαντικών του έργων. Φρόντισε ιδιαίτερα για «την επιμέλεια των φτωχών, την προστασία των χηρών, τη βοήθεια των ορφανών, τη δικαίωση όσων αδικούνταν, τη φιλοξενία των ξένων, την επίσκεψη των ασθενών, τη συμπάθεια όσων βρίσκονταν στη φυλακή, την ένδυση των γυμνών, την τροφή των πεινασμένων, το δρόσισμα όσων διψούσαν, την ειρήνη όσων μάχονταν». Έγινε ο πατέρας των τυφλών, των αναπήρων, των αδυνάτων, των φτωχών, των λεπρών, σωτήρας των αιχμαλώτων. Θεράπευε δε με την επίκληση του Χριστού και τη δύναμη του Τιμίου Σταυρού πλήθος ασθενειών. Η χάρη των ιαμάτων δεν σταμάτησε να ενεργεί και μετά τον θάνατο του παραμένοντας στα άγια του λείψανα.
Όταν ο Άγιος έφθασε στα γηρατειά και δυσκολευόταν έγινε αραβική επιδρομή από ληστές που λεηλάτησαν την Κύπρο και έσυραν στην αιχμαλωσία άπειρους αιχμαλώτους. Μαζί με αυτούς ήταν πολλοί από το ποίμνιο του. Ο Άγιος «επειδή δεν άντεχε για πολύ την εγκάρδια θλίψη που του προκλήθηκε από τη λύπη, ακολούθησε κι αυτός τους αιχμαλώτους από πίσω, αφού σκέφθηκε δύο κατεξοχήν πράγματα: ή να συγκακουχείται και να τους ανακουφίζει, αρκετά, από τη θλίψη ή να τους λυτρώσει, εντελώς, από τους κινδύνους και να τους επαναφέρει στην πατρίδα που τους έθρεψε». Με τα πολλά του δάκρυα έκαμψε την φυσική αγριότητα του αρχηγού των βαρβάρων ο οποίος «αφού προσκάλεσε το μακαριότατο Δημητριανό, παρέδωσε σ’ αυτόν και τα λάφυρα κι’ όλους ανεξαίρετα τους αιχμαλώτους κι’ έπειτα, με πολλή χαρά, τους εξαπέστειλε στην πατρίδα τους. Ο δε μακάριος, αφού έφτασε στην πατρίδα του μ’ όλο τον αιχμάλωτο λαό και δοξολόγησε μαζί τους το Θεό που τους είχε σώσει, τους έστειλε στα σπίτια τους, χαρούμενους και πανευτυχείς.
«Αφού δε έζησε ο μακάριος Δημητριανός, περίπου, γύρω στα ογδόντα χρόνια κι’ αφού πέθανε γέροντας και πλήρης ήμερων. Ο δε θάνατος του επήλθε κατά την έκτη του μηνός Νοεμβρίου, αφοί αποτάχθηκε μεν (τήν κοσμική ζωή) στα δεκαέξι του χρόνια, έζησε δε στην ασκητική παλαίστρα σαράντα χρόνια και διεύθυνε το θρόνο της επισκοπής των Χύτρων είκοσι πέντε. Το δε πολύτιμο του λείψανο κατατέθηκε στην εκκλησία που του εμπιστεύθηκε το Άγιο Πνεύμα. Και τώρα, είναι ορατό, κάθε μέρα, ν’ αναβλύζει πηγές μύρων, από τα όποια διώχνεται μακριά κάθε ασθένεια σ’ αυτούς που λαμβάνουν με πίστη, δραπετεύουν δαίμονες και πίνονται ως αποτρεπτικό φάρμακο όλων των παθών. Η δε άγια του ψυχή, αφού απομακρύνθηκε με χαρά από το σκήνωμα του, εισήλθε στις ουράνιες δυνάμεις, εμφανιζόμενη στο πρόσωπο του Κυρίου και, λαμβάνοντας, χωρίς εμπόδια, τις δωρεές που ζητεί απ’ Αυτόν. Για τούτο, έχοντας παρρησία προς Αυτόν που έχεις ποθήσει ολόψυχα, ιερότατε πάτερ, θυμήσου κι’ εμάς τους ανάξιους υμνητές σου και τερμάτισε τις εναντίον μας επαναστάσεις των ορατών και αόρατων εχθρών και προστάτευε, αιωνίως, τον κόσμο με τις πρεσβείες σου».
Νωπογραφία στον Ιερό Ναό Χριστού Αντιφωνητού, Καλογραία Κερύνειας.
ΠΗΓΗ: http://vatopaidi.wordpress.com/2009/11/06/%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%85%CE%B8%CF%81%CE%AD%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου